Τι σημαίνει το énervé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης énervé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του énervé στο Γαλλικά.
Η λέξη énervé στο Γαλλικά σημαίνει είμαι κόκκινο πανί, θυμός, εξαγριώνω, τα βάζω με κπ, εκνευρίζω, νευριάζω, τσαντίζω, προσβάλω, τσατίζω, νευριάζω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, αναστατώνω, ενοχλώ, κάνω κπ να θυμώσει, πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, τσαντίζω, προκαλώ, νευριάζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, ενοχλώ, νευριάζω, εκνευρίζω, εκνευρίζω, νευριάζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, τσαντίζω, εκνευρίζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, μπελάς, καίω, προκαλώ, ενοχλημένος, πειραγμένος, εκνευρισμένος, νευρικός, ενοχλημένος, εξαγριωμένος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, σπασμένος, αγανακτισμένος, απηυδισμένος, θυμωμένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, φτύνω, νευριασμένος,αγανακτησμένος, γίνομαι Τούρκος, εκνευρίζομαι, θυμώνω, εκνευρίζομαι, θυμώνω, εξοργίζομαι, νευριάζω, νευριάζω, τσαντίζομαι, ανάβω, φουντώνω, τσιγκλάω, είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού, είμαι ευερέθιστος, διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου, ξεσπάω σε κπ, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτ, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης énervé
είμαι κόκκινο πανί(μεταφορικά) |
θυμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξαγριώνωverbe transitif (νευριάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα βάζω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) N'énerve pas (or: Ne cherche pas) Stan ou il te cassera la gueule. Μην τα βάζεις με τον Σταν! Θα σου αστράψει καμιά σφαλιάρα! |
εκνευρίζω, νευριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'était un homme imposant, je ne voulais pas l'énerver. Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δεν ήθελα, λοιπόν, να τον εκνευρίσω (or: νευριάσω). |
τσαντίζωverbe transitif (καθομιλουμένη: κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσβάλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσατίζω, νευριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'énerve à me parler comme à un abruti. |
τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα. |
αναστατώνω(colère) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gens qui resquillent m'énervent (or: m'agacent). Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν. |
κάνω κπ να θυμώσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa réponse l'a énervé (or: irrité). Η απάντησή της τον εξόργισε. |
πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon fils ne fait qu'énerver sa petite sœur, il ne peut pas la laisser tranquille. |
τσαντίζωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça m'énerve vraiment quand tu te ronges les ongles. |
προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faire la fête bruyamment tard le soir va exaspérer tes voisins. Τα θορυβώδη πάρτυ τη νύχτα θα προκαλέσουν τους γείτονές σου. |
νευριάζω, εκνευρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les nouvelles régulations aériennes m'ont vraiment énervé. Οι νέοι αεροπορικοί κανονισμοί με εκνεύρισαν πραγματικά. |
ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne fais pas ça, tu sais que ça m'agace ! Μην το κάνεις αυτό· ξέρεις ότι με ενοχλεί! |
ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les plaintes incessantes de Bobby m'énervent : il faut que je m'éloigne de lui ! |
νευριάζω, εκνευρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκνευρίζω, νευριάζω(passion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le discours de l'homme politique a excité la foule. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ομιλία του εκνεύρισε το πλήθος και τους έφερε σε παραλήρημα. Είχε νευριάσει επειδή άργησα πέντε λεπτά. |
εκνευρίζω, ενοχλώ, νευριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il commence à me fatiguer avec cette histoire. |
του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα. |
ενοχλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκνευρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu agaces ton père avec toutes tes questions idiotes. |
ενοχλώ, εκνευρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενοχλώ, εκνευρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le critique agaça (or: énerva) l'auteur d'insultes mesquines. |
νευριάζω, τσαντίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça me met toujours hors de moi quand elle corrige ma grammaire. Πάντα με νευριάζει (or: τσαντίζει) όταν διορθώνει τη γραμματική μου. Ο τρόπος που συμπεριφέρονται κάποιοι πολιτικοί με νευριάζει. |
εκνευρίζω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au bout d'un moment, la voix geignarde de Laura commença à irriter Hanna. Les fautes de grammaire m'agacent. Η λάθος χρήση της γραμματικής πραγματικά μου σπάει τα νεύρα. |
εκνευρίζω, ενοχλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voix stridente de la femme m'a irrité. |
μπελάς(figuré) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
καίω(familier : mettre en colère) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'idée que John puisse donner un rancard à son ex lui a fait voir rouge. |
προκαλώverbe transitif (μτφ: αντιτίθεμαι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucy est de mauvaise humeur, alors ne la mets pas en colère ! |
ενοχλημένος, πειραγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εκνευρισμένος(colère) (αρνητικό συναίσθημα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je ne t'ai jamais vu si énervé ; calme-toi. Δεν σε έχω δει ποτέ τόσο εκνευρισμένο. Ηρέμησε! |
νευρικός(tension, énervement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενοχλημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εξαγριωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ταραγμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στενοχωρημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σπασμένοςadjectif (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce rendez-vous de deux heures avec son patron avait passablement énervé Ryan. |
αγανακτισμένος, απηυδισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) J'ai refusé de lui prêter plus d'argent et il est parti fâché (or: en colère). |
θυμωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Notre prof était en colère aujourd'hui. Ο δάσκαλός μας ήταν νευριασμένος σήμερα. |
ενοχλημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
θυμωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Cet homme a été tellement grossier envers la serveuse qu'on peut voir qu'elle est énervée. |
φτύνω(μεταφορικά: λέξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Je te déteste !", dit-elle d'un ton sec. |
νευριασμένος,αγανακτησμένοςverbe pronominal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il s’est énervé quand je lui ai suggéré que peut-être il se trompait peut-être. |
γίνομαι Τούρκοςverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il s'énerve toujours pour des petits riens. |
εκνευρίζομαι, θυμώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Notre chien Fido s'énerve beaucoup à chaque fois qu'un chat passe par là. Pas besoin de s'énerver : je plaisantais ! |
εκνευρίζομαι, θυμώνωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξοργίζομαι, νευριάζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le négociateur s'est énervé quand le tireur a insulté sa mère. |
νευριάζω, τσαντίζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu n'arrêtes pas de m'embêter, je vais vraiment m'énerver. |
ανάβω, φουντώνωverbe pronominal (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yann s'est énervé quand il a compris qu'il n'allait pas avoir ce qu'il voulait. Ο Ίαν άναψε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα περνούσε το δικό του. |
τσιγκλάωverbe transitif (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il te fait des grimaces juste pour t'énerver. |
είμαι εκτός εαυτού, βγαίνω εκτός εαυτού(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'ai dit à mon patron ce qui s'était passé, il est sorti de ses gonds. |
είμαι ευερέθιστος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
διατηρώ την ψυχραιμία μου, κρατώ την ψυχραιμία μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεσπάω σε κπ
Je lui ai juste dit qu'il avait mauvais caractère et là, il s'en est pris à moi ! |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Reste calme et fais comme si tu ne savais rien. |
τσαντίζομαι με κπ, θυμώνω με κτ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon ex s'est énervé contre moi quand je lui ai dit qu'il ne pouvait pas continuer à emprunter ma voiture quand il en avait envie après notre rupture. |
τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ben pétait un câble quand ses amis parlaient dans son dos. Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του énervé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του énervé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.