Τι σημαίνει το employed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης employed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του employed στο Αγγλικά.

Η λέξη employed στο Αγγλικά σημαίνει εργαζόμενος, οι εργαζόμενοι, απασχολώ, χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ, που έχει μισθωτή εργασία, αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης employed

εργαζόμενος

adjective (with a job)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Not all employed people make enough money to live on.
Δεν βγάζουν όλοι οι εργαζόμενοι αρκετά χρήματα ώστε να ζουν απ' αυτά.

οι εργαζόμενοι

plural noun (people in work)

The employed outnumber the unemployed in this country.

απασχολώ

transitive verb (people)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This company employs over a hundred staff.
Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα.

χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι

transitive verb (use)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are employing the term "freedom" in its broadest sense.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «ελευθερία» με την πιο ευρεία έννοιά της.

χρησιμοποιώ

transitive verb (tool)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stonemason employed a chisel to carve the stone.
Ο λιθοκτίστης χρησιμοποίησε ένα καλέμι για να λαξεύσει την πέτρα.

που έχει μισθωτή εργασία

adjective (having paying job)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη

adjective (freelance, working for own company) (εργαζόμενος χωρίς εργοδότη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Charlotte loved being self-employed because she was her own boss and could work from home.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του employed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του employed

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.