Τι σημαίνει το edad στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης edad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του edad στο ισπανικά.

Η λέξη edad στο ισπανικά σημαίνει ηλικία, ηλικία, χρονών, ετών, χρόνων, σε ηλικία γάμου, γεροντικός, ετών, χρονών, ξεμώραμα, ξεκούτιασμα, χάζεμα, Μεσαίωνας, μεσαιωνικός, πρωτόγονος, -χρονος, -χρονος, οι ηλικιωμένοι, σε, συντάξιμος, που κάνει ηλικιακές διακρίσεις, ενήλικος, μεσήλικας, στην ανάπτυξη, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, ενήλικη ζωή, ενηλικίωση, μέση ηλικία, ανηλικιότητα, όμορφη ανήλικη κοπέλα, ώριμη ηλικία, τρυφερή ηλικία, προχωρημένη ηλικία, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη, συναινών ενήλικος, ενηλικότητα, χρυσή εποχή, γηρατειά, νόμιμη ηλικία, ώριμη ηλικία, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ώριμη γυναίκα, ηιλικιωμένος, Εποχή του Χαλκού, γηροκομείο, Λίθινη Εποχή, διαφορά ηλικίας, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, Χρυσούς Αιών, εποχή των παγετώνων, γηρατειά, ηλικιωμένος, αγόρι στην ανάπτυξη, εποχή των παγετώνων, κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους, ηλικία συνταξιοδότησης, εκλογική ενηλικιότητα, Μεσαίωνας, εφηβική ηλικία, Μεσαίωνας, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, ηλικιωμένος, ενήλικη ζωή, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, αναπαραγωγικός, της μέσης ηλικίας, που συνοδεύει τα γηρατειά, μεσαίωνας, χρονών, ετών, χρόνων, ενήλικος, στο σχολείο, προσεγγίζω, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, ενήλικας, ηλικιωμένος, ενηλικίωση, κρίση μέσης ηλικίας, σχολική ηλικία, ομάδα ηλικιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης edad

ηλικία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dave comenzó la escuela a la edad de seis años.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Ντέιβιντ πήγε στο νηπιαγωγείο.

ηλικία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A Harold se le olvidó apagar la estufa, tal vez es cosa de la edad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φαίνεται ότι τα γηρατειά δεν έχουν εξασθενίσει τη μνήμη του.

χρονών, ετών, χρόνων

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
¿Qué edad tienes que tener para manejar?
Πόσο χρονών πρέπει να είναι κανείς για να μπορεί να οδηγήσει;

σε ηλικία γάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ahora que era núbil, la señorita quería conocer a un hombre para casarse.

γεροντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Como enfermera, Molly se especializa en cuidados geriátricos.

ετών, χρονών

(σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sofía tiene 12 años.
Η Σόφι είναι 12 χρονών.

ξεμώραμα, ξεκούτιασμα, χάζεμα

(γεροντική ηλικία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Μεσαίωνας

(período histórico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los historiadores ya no usan el nombre de Oscurantismo para llamar a la Temprana Edad Media en Europa.

μεσαιωνικός, πρωτόγονος

(figurado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene algunas ideas muy arcaicas respecto de cómo criar a sus hijos.
Έχει κάποιες πραγματικά μεσαιωνικές ιδέες για την ανατροφή των παιδιών.

-χρονος

Tengo un hijo de 15 años.

-χρονος

Jennie enseña a una clase de 30 niños de 5 años.

οι ηλικιωμένοι

(respetuoso)

Odia que se refieran a ella como una de los ancianos.
Μισεί να την αναφέρουν ως «μια από τους ηλικιωμένους».

σε

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Se mudó con su novio a los 18.
Στα 18 μετακόμισε με το φίλο της. Στην ηλικία των 18 μετακόμισε με το φίλο της.

συντάξιμος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κάνει ηλικιακές διακρίσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενήλικος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cómo puedo ser mayor de edad para ir al ejército pero no para comprar una cerveza?

μεσήλικας

locución adjetiva

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Las personas de mediana edad son potenciales clientes.

στην ανάπτυξη

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Es un chico en edad de crecimiento! ¡Necesita un buen desayuno!

φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου

locución interjectiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deja de portarte como un niño malcriado ¡Compórtate conforme a tu edad!

ενήλικη ζωή

(personas)

Por desgracia su segundo hijo nunca llegó a la edad adulta.

ενηλικίωση

(διαδικασία: αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ceremonia religiosa inició a los niños en la edad adulta.

μέση ηλικία

locución nominal femenina

ανηλικιότητα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όμορφη ανήλικη κοπέλα

nombre común en cuanto al género

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ώριμη ηλικία

El abuelo murió a la muy avanzada edad de 99 años.

τρυφερή ηλικία

locución nominal femenina

Mozart actuó por primera vez ante la realeza europea a la tierna edad de seis años.

προχωρημένη ηλικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las cataratas son frecuentes en personas de edad avanzada.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un límite de edad para los jueces federales, deben jubilarse al cumplir los 75 años.

ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La edad de consentimiento sexual es la edad por debajo de la cual, el consentimiento prestado para tener relaciones sexuales no resulta válido a efectos legales.

συναινών ενήλικος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενηλικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρυσή εποχή

(μεταφορικά)

La edad de oro de los vuelos baratos está prácticamente terminada.

γηρατειά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

νόμιμη ηλικία

El gobierno debería considerar aumentar la mayoría de edad para manejar de los 17 a los 18.

ώριμη ηλικία

Su madre está en la edad madura, tiene 40 años.

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

(μεταφορικά)

La andropausia es un desafío para el bienestar de los hombres de mediana edad.

ώριμη γυναίκα

(μεταφορικά)

La menopausia es un desafío para el bienestar de las mujeres de mediana edad.

ηιλικιωμένος

(eufemismo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era bastante dinámica para ser una persona de la tercera edad.

Εποχή του Χαλκού

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El fósil data de la Edad de Bronce.
Το απολίθωμα χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού.

γηροκομείο

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos los fines de semana visito a mi abuela en la residencia de la tercera edad.

Λίθινη Εποχή

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los dinosaurios ya se habían extinguido cuando comenzó la Edad de Piedra.

διαφορά ηλικίας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una gran diferencia de edad entre John y su mujer.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi hijo empezó a leer a una temprana edad, si no recuerdo mal tenía sólo tres años.

Χρυσούς Αιών

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos dicen que el siglo XVIII fue la edad de oro de la razón.

εποχή των παγετώνων

nombre propio femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los mamuts vivieron al final de la última Edad de Hielo.
Τα μαμούθ έζησαν κοντά στο τέλος της εποχής των παγετώνων. Ακόμη μία εποχή των παγετώνων πρόκειται να αρχίσει μέσα στα επόμενα 1000 χρόνια περίπου.

γηρατειά

locución nominal femenina (ES, AR)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Las personas a menudo se vuelven olvidadizas en la tercera edad.
Συχνά οι άνθρωποι ξεχνάνε στα γηρατειά τους.

ηλικιωμένος

locución nominal femenina

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Mi vecino de piso es una persona de la tercera edad, muy educada.

αγόρι στην ανάπτυξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Beber leche es esencial para un niño en edad de crecimiento, principalmente por el calcio que aquella aporta al organismo.

εποχή των παγετώνων

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηλικία συνταξιοδότησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκλογική ενηλικιότητα

locución nominal femenina

Μεσαίωνας

La mayoría de las sociedades europeas eran feudales durante el Medioevo.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν φεουδαρχικές.

εφηβική ηλικία

locución nominal femenina (coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Μεσαίωνας

La época medieval duró del siglo V and siglo XV.

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muchos chicos hoy en día están muy apurados por llegar a la mayoría de edad.
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

ηλικιωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gareth visita a su abuela entrada en años todos los fines de semana.
Ο Γκάρεθ επισκέπτεται την ηλικιωμένη γιαγιά του κάθε Σαββατοκύριακο.

ενήλικη ζωή

(animales)

En la edad adulta, los machos de esa especie desarrollan una cresta.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

(tener)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La ley de los Estados Unidos dice que sólo aquellos que tengan la mayoría de edad pueden comprar cigarrillos.

αναπαραγωγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El promedio de edad reproductiva en las mujeres británicas es de 30 años.

της μέσης ηλικίας

(σε γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που συνοδεύει τα γηρατειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La salud en deterioro es un problema de la vejez para mucha gente.

μεσαίωνας

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi jefe todavía vive en la edad media; piensa que corresponde a las mujeres hacer el café.

χρονών, ετών, χρόνων

locución adjetiva

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Mañana voy a cumplir veintidós años de edad.
Αύριο γίνομαι είκοσι δύο ετών (or: χρόνων).

ενήλικος

locución adjetiva

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los niños que deseen nadar en esta piscina deben ser supervisados por un mayor de edad.
Τα παιδιά που επιθυμούν να κολυμπήσουν σε αυτή την πισίνα θα πρέπει να έχουν την επίβλεψη κάποιου ενηλίκου.

στο σχολείο

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσεγγίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El acusado ha estado estableciendo vínculos emocionales en línea con menores de esas para abusar de ellos.

δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία

(με γενική: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El hecho de que recuerde comerciales de los 70s realmente delata su edad.

ενήλικας

locución nominal común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un mayor de edad es alguien que ha alcanzado la edad adulta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ενήλικας είναι αυτός που έχει κλείσει τα 18 του χρόνια.

ηλικιωμένος

(edad)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los ancianos de la residencia del pueblo se van de excursión a pasar el día en la costa.

ενηλικίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los delincuentes juveniles no recibieron una sentencia muy dura porque aún no habían alcanzado la mayoría de edad.

κρίση μέσης ηλικίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando Joe empezó a bailar disco a los cincuenta, sus hijos lo consideraron una crisis de la edad mediana.

σχολική ηλικία

ομάδα ηλικιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του edad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του edad

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.