Τι σημαίνει το early στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης early στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του early στο Αγγλικά.

Η λέξη early στο Αγγλικά σημαίνει νωρίς, νωρίτερα, νωρίς, νωρίτερα, νωρίς, από τους πρώτους, πολύ παλιός, πρωτόγονος, πρώιμος, νωρίς το πρωί, πρωί-πρωί, νωρίς το απόγευμα, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, πρωινός τύπος, αυτός που φτάνει πάντα πρώτος, Early Bird, νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία, κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο, όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά, στις απαρχές, πρόωρος θάνατος, πρωϊνή έκδοση, έγκαιρος, εγκαίρως, οι απαρχές, παιδική ηλικία, νωρίς το πρωί, νωρίς, πρόωρη σύνταξη, αυτός που ξυπνάει νωρίς το πρωί, πρώιμο στάδιο, αρχικού σταδίου, πρωινό ξεκίνημα, ξεκινάω νωρίς, ενδεικτικό σύμπτωμα, πρώτο σύμπτωμα, παλιά χρόνια, σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, πρώτα χρόνια, πρώτα χρόνια, σηκώνομαι, ξυπνώ, πεθαίνω νέος, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, νωρίς, νωρίτερα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης early

νωρίς

adverb (time: in first part)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I get up early in the morning.
Σηκώνομαι νωρίς το πρωί.

νωρίτερα

adverb (soon)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please come as early as you can.
Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν.

νωρίς

adverb (before usual) (πρωτύτερα από συνήθως)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I arrived at work early today, for a change!
Σήμερα έφθασα νωρίς στη δουλειά, έτσι για αλλαγή!

νωρίτερα

adverb (before expected) (πριν το αναμενόμενο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane was expected at 11 o'clock, but it arrived 15 minutes early.
Περιμέναμε το αεροπλάνο στις 11, αλλά έφτασε 15 λεπτά νωρίτερα.

νωρίς

adjective (first part of [sth])

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The newspaper arrives in the early morning.
Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί.

από τους πρώτους

adjective (before others) (πριν από τους άλλους)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She was an early developer.
Ήταν μια από τις πρώτες προγραμματίστριες.

πολύ παλιός

adjective (time: far back) (χρονικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The pottery had been made by an early tribe of settlers.
Τα κεραμικά είχαν φτιαχτεί από μια πολύ παλιά φυλή αποίκων.

πρωτόγονος

adjective (primitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The abacus can be seen as an early calculator.
Ο άβακας μπορεί να χαρακτηριστεί μια πρωτόγονη αριθμομηχανή.

πρώιμος

adjective (too soon)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Early blossom is sometimes killed by late frosts. His early arrival took us all by surprise.
Τα πρώιμα άνθη, μερικές φορές, μαραίνονται εξαιτίας των όψιμων παγετών. Η πρώιμη άφιξή του μας ξάφνιασε όλους.

νωρίς το πρωί

adverb (early in the morning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My grandmother had the custom of rising at an early hour.

πρωί-πρωί

adjective (informal (at an early hour)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Let's start the hike bright and early so we can finish before it gets too hot.

νωρίς το απόγευμα

noun (period just after midday)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The best time to reach me is right after lunch, in the early afternoon.

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

noun (infancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My son started reading at an early age - as far as I remember he was only three years old.

πρωινός τύπος

noun (figurative ([sb] who wakes up early)

My husband's an early bird, but I find it hard to get out of bed in the morning.

αυτός που φτάνει πάντα πρώτος

noun ([sb] arriving before others)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Early Bird

proper noun (satellite) (τεχνητός δορυφόρος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

νηπιακή ηλικία, παιδική ηλικία, βρεφική ηλικία

noun (infancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have few memories of my early childhood.
Έχω ελάχιστες αναμνήσεις από τη νηπιακή μου ηλικία.

κλείσιμο μαγαζιού νωρίτερα από το συνηθισμένο

noun (shop closure at earlier hour than usual)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wednesday's early closing day in my hometown.

όταν κλείνουν νωρίς τα μαγαζιά

adjective (shop closure: earlier than usual)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wednesday's early closing day in my hometown.
Στην πόλη μου τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς τις Τετάρτες.

στις απαρχές

plural noun (initial stages)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In the early days of urban transport, people rode in horse-drawn carriages; now they drive cars.
Στις απαρχές της αστικής συγκοινωνίας, οι άνθρωποι οδηγούσαν άμαξες με άλογα, τώρα όμως οδηγούν αυτοκίνητα.

πρόωρος θάνατος

noun (death before reaching old age)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His smoking habit led to an early death.

πρωϊνή έκδοση

noun (of a newspaper) (εφημερίδας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έγκαιρος

adjective (arriving in good time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εγκαίρως

adverb (in good time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οι απαρχές

noun (initial stages)

παιδική ηλικία

noun (childhood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She spent her early life in India, but moved to Britain as a teenager.

νωρίς το πρωί

noun (just after dawn)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Early morning is the best time to watch birds, because they've just landed after migrating all night.
Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση.

νωρίς

adverb (informal (close to beginning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Early on in my life, I had been a spectacular athlete.

πρόωρη σύνταξη

noun (retirement before established age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You may take early retirement but then begin a new career.

αυτός που ξυπνάει νωρίς το πρωί

noun (person who gets up early)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maybe he was always such an early riser because he grew up on a farm.

πρώιμο στάδιο

noun (often plural (beginnings)

The project is still in an early stage.

αρχικού σταδίου

noun as adjective (illness: in initial phase)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The patient's symptoms are consistent with early-stage Ebola.

πρωινό ξεκίνημα

noun (rising early in the morning)

We got up at 4:00 AM so that we could get an early start and beat the traffic.

ξεκινάω νωρίς

noun (beginning before scheduled time)

I went into work at eight so that I could get an early start.

ενδεικτικό σύμπτωμα, πρώτο σύμπτωμα

noun (sign of illness at an early stage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Painful coughing is an early symptom of lung disease.

παλιά χρόνια

plural noun (period long ago)

In early times, people made measurements by comparing things with parts of the human body.

σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

noun (military: radar network) (στρατιωτικά ραντάρ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης

noun (steps for spotting potential problems)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρώτα χρόνια

plural noun (initial period)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The early years of any marriage are difficult.

πρώτα χρόνια

plural noun (infancy, childhood)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σηκώνομαι, ξυπνώ

verbal expression (rise at early hour) (νωρίς το πρωί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have a conference this Saturday, so I will have to get up early for it.

πεθαίνω νέος

verbal expression (die young)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum is going to an early grave if he doesn't adopt a healthier lifestyle.

είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα

expression (UK, informal (situation may change)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι

expression (figurative (start work early to be successful) (αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νωρίς, νωρίτερα

adverb (excessively soon, prematurely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When I get to work too early, I have to wait till they unlock the doors. You took the cake out of the oven too early.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του early στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του early

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.