Τι σημαίνει το dog στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dog στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dog στο Αγγλικά.

Η λέξη dog στο Αγγλικά σημαίνει σκύλος, σκύλος, κυνίδες, κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαρο, παλιόφιλος, μπάζο, φρικιό, άχρηστος, αποτυχία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κυνηγώ, γυροφέρνω, ακολουθώ, ορεινός σκύλος Βέρνης, Προσοχή σκύλος, κυνηγόσκυλο, λαγωνικό, πόιντερ, σέτερ, μελαγχολία, λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, ντάκσχουντ, ντίνγκο, παρουσίαση/εκδήλωση για νέο προΐόν ή σκοπό, κρεβάτι σκύλου, μπισκότο για σκύλους, κολάρο, κολάρο κληρικού, καύσωνας, ζούγκλα, σκυλοτροφή, κομμωτής σκύλων, κομμώτρια σκύλων, κακός, κακός, σπιτάκι σκύλου, λουρί σκύλου, άδεια κατοχής σκύλου, που αγαπάει τα σκυλιά, ιδιοκτήτης σκύλου, άσυλο για αδέσποτα σκυλιά, άγριο τριαντάφυλλο, καταφύγιο σκύλων, διαγωνισμός για σκύλους, κπ που προσέχει σκύλους, φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες, έλκηθρο, ταυτότητα σκύλου, ταυτότητα στρατιώτη, ξεθεωμένος, κατάκοπος, πίστα κυνοδρομιών, χνάρι σκύλου, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαιδευτής σκύλων, εκπαίδευση σκύλων, αυτός που βγάζει τον σκύλο βόλτα, άτομο που βγάζει βόλτα τον σκύλο έναντι αμοιβής, σφυρίχτρα σκύλων, διγλωσσία, διγλωσσίας, μπόγιας, τσακισμένη σελίδα, τσακίζω, διπλωμένος, τσακισμένος, προσέχω τον σκύλο κπ, κορυφή, χάλι, μπόγιας, σκυλόσπιτο, σκυλίσιος, έλκηθρο, στάση κάτω σκύλος, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, κυνηγόσκυλο, καλό σκυλί, καλό σκυλάκι, κομμωτής σκύλων, κομμώτρια σκύλων, σκύλος φύλακας, σκύλος-οδηγός, αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ, χοτ ντογκ, λουκάνικο, που κάνει καραγκιοζιλίκια, Σούπερ!, κάνω φιγούρα, κάνω επίδειξη, καλός, ταλαντούχος, καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ, κυνηγόσκυλο, πύραυλος hound dog, κατοικίδιος σκύλος, κυνηγόσκυλο, εδώ και πολύ καιρό, στην μπούκα, σκυλόσπιτο, υποχείριο, τυχεράκιας, λυσσασμένο σκυλί, σκουτελάρια, βρωμιές, ακαθαρσίες, λαγωνικό της αστυνομίας, κανίς, κυνόμυς, κουτάβι, ντάτσχουντ, σκωτσέζικο τεριέ, θαλασσόλυκος, είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας, τσοπανόσκυλο, ποιμενικός, σκύλος για έλκηθρο, σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση, κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας, μεγάλο κεφάλι, της εξουσίας, σκυλάκι, λαγωνικό, κυνηγόσκυλο, βγάζω τον σκύλο βόλτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dog

σκύλος

noun (pet: canine) (ζώο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She got a dog for Christmas.
Της έκαναν δώρο έναν σκύλο για τα Χριστούγεννα.

σκύλος

noun (species: canis familiaris)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There are many different breeds of dog.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές ράτσες σκύλων.

κυνίδες

noun (animal: canine)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Wolves, coyotes and dingoes are all dogs.
Λύκοι, τσακάλια και ντίνγκο είναι όλα κυνίδες (or: κυνοειδή).

κάθαρμα, τομάρι, παλιοτόμαρο

noun (slang, figurative, pejorative (contemptible person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'll get you back for that, you dog!

παλιόφιλος

noun (US, slang, figurative (male friend) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
So how are you doing, you old dog!

μπάζο, φρικιό

noun (slang, figurative, pejorative (unattractive woman) (μειωτικό, καθομ)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I wouldn't go out with her. She's a dog!

άχρηστος

noun (US, slang, figurative (object: worthless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That car of yours is a dog!

αποτυχία

noun (US, slang, figurative (failure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His latest film was a dog.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (mechanics: piece of locking mechanism)

When the dog engages, the gear is locked.

κυνηγώ

transitive verb (chase with hounds)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dogged the fox through the woods.

γυροφέρνω

transitive verb (figurative, informal, often passive (trouble) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The problem has been dogging me for days.
Αυτό το πρόβλημα με παιδεύει εδώ και μέρες.

ακολουθώ

transitive verb (informal, figurative (follow)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They dogged him all the way home.

ορεινός σκύλος Βέρνης

noun (Swiss dog breed)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Προσοχή σκύλος

expression (written (on sign: dangerous dog lives here) (πινακίδα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνηγόσκυλο, λαγωνικό

noun (retriever: used in hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόιντερ, σέτερ

noun (US, informal (dog: pointer, setter) (ράτσα)

μελαγχολία

noun (figurative (depression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λουκάνικο τηγανητό μέσα σε κουρκούτι από καλαμποκάλευρο

noun (US (battered sausage)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ντάκσχουντ

noun (German (short-legged dog) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nina loves dogs and has three dachshunds and one pug.

ντίνγκο

noun (Australian wild dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The area has seen an increase in the number of attacks by dingoes.

παρουσίαση/εκδήλωση για νέο προΐόν ή σκοπό

noun (informal, figurative, pejorative (event: to gain support) (ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρεβάτι σκύλου

noun (basket for canine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπισκότο για σκύλους

noun (biscuit for dogs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολάρο

noun (band worn around a dog's neck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her poodle has a dog collar with real diamonds in it!
Το κανίς της φοράει ένα περιλαίμιο με αληθινά διαμάντια!

κολάρο κληρικού

noun (figurative (clergyman's collar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He only wore his dog collar when acting in a clerical capacity.

καύσωνας

plural noun (hot summer period) (στον λόγο, παρόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dog days of summer were dangerous times as tempers were easily provoked.

ζούγκλα

adjective (figurative (merciless, fierce) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's dog eat dog in the music business. It's a dog-eat-dog world; you have to be tough to succeed.
Ο κόσμος είναι σκληρός, πρέπει να είσαι δυνατός για να επιτύχεις.

σκυλοτροφή

noun (processed food product for dogs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to try a different brand of dog food to see if he'll eat that.
Θα δοκιμάσω ν’ αγοράσω καινούργια μάρκα σκυλοτροφής, μήπως κι αυτήν τη φάει.

κομμωτής σκύλων, κομμώτρια σκύλων

noun (person who tends dogs' coats)

κακός

noun (figurative (person: mean)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You have lost interest in her but you won't let your brother ask her out, aren't you being a bit of a dog in the manger?

κακός

adjective (figurative (mean spirited)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπιτάκι σκύλου

noun (temporary housing for dogs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λουρί σκύλου

noun (lead for a canine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
As Jack was always running off with other dogs, we have to put him on a dog leash when we take him for a walk now.

άδεια κατοχής σκύλου

noun (permit to own a dog)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που αγαπάει τα σκυλιά

noun (person: likes dogs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amanda has five wonderful huskies and is a true dog lover.

ιδιοκτήτης σκύλου

noun ([sb] who owns one or more dogs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dog owners are requested not to allow their animals to foul the park.
Οι ιδιοκτήτες των σκύλων καλούνται να μην αφήνουν τα ζώα τους να βρομίζουν το πάρκο.

άσυλο για αδέσποτα σκυλιά

noun (shelter for stray dogs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άγριο τριαντάφυλλο

noun (flowering plant, wild rose)

καταφύγιο σκύλων

noun (rescue home for canines)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We got our pet from the local dog shelter and he has become a part of our family.

διαγωνισμός για σκύλους

noun (competition involving dogs)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κπ που προσέχει σκύλους

noun (takes care of [sb]'s dog)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλαξη σκύλου όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες

noun (minding [sb] else's pet dog)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έλκηθρο

noun (sledge pulled by huskies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταυτότητα σκύλου

noun (dog's identification tag) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to the dog tag his name's Mephistopheles.
Σύμφωνα με την ταυτότητα του σκύλου το όνομά του είναι Μεφιστοφελής.

ταυτότητα στρατιώτη

noun (figurative (soldier's identification tag) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soldiers on secret operations have to remove their dog tags.

ξεθεωμένος, κατάκοπος

adjective (slang (person: exhausted) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I worked 12 hours today and I'm dog tired.
Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος.

πίστα κυνοδρομιών

noun (racing circuit for dogs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χνάρι σκύλου

noun (dog's paw print)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You should have left him outside - now there are dog tracks all over my nice clean floor!

εκπαιδευτής σκύλων

noun (teaches dogs good behavior)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εκπαιδευτής σκύλων

noun (trains dogs for a role)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've always admired the patience shown by dog trainers.
Πάντοτε θαύμαζα την υπομονή των εκπαιδευτών σκύλων.

εκπαίδευση σκύλων

noun (behavior training for dogs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αυτός που βγάζει τον σκύλο βόλτα

noun (person walking a dog)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που βγάζει βόλτα τον σκύλο έναντι αμοιβής

noun (person employed to walk dogs)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σφυρίχτρα σκύλων

noun (whistle audible only to dogs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διγλωσσία

noun (figurative (politics: coded language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διγλωσσίας

noun as adjective (figurative (politics: using coded language) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπόγιας

noun ([sb] who captures stray dogs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τσακισμένη σελίδα

noun (figurative, informal (turned-down page corner) (σε βιβλίο)

τσακίζω

transitive verb (informal (page: turn down corner) (σελίδα σε βιβλίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διπλωμένος, τσακισμένος

adjective (page: folded corner)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Several pages of the catalog were dog-eared.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η Μαρία άνοιξε το βιβλίο της στην τσακισμένη σελίδα και συνέχισε την ανάγνωση.

προσέχω τον σκύλο κπ

intransitive verb (mind [sb] else's pet dog)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφή

plural noun (UK, vulgar, figurative, slang (top quality, the best) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χάλι

noun (UK, figurative, slang (mess, failure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπόγιας

noun (mainly US (person who rounds up stray dogs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκυλόσπιτο

noun (kennel for a dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gwen built a doghouse for her new puppy to sleep in.

σκυλίσιος

adjective (resembling a dog)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έλκηθρο

noun (sled pulled by huskies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
People living in remote areas of the Arctic sometimes use dogsleds to travel long distances.

στάση κάτω σκύλος

noun (yoga position)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θα 'ρθει και σένα η σειρά σου

expression (figurative (everyone will succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κυνηγόσκυλο

noun (for hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hounds and setters make some of the best game dogs.

καλό σκυλί, καλό σκυλάκι

interjection (used to praise a canine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κομμωτής σκύλων, κομμώτρια σκύλων

noun (person who tends dogs' coats)

We're taking our dog to the groomer today for a flea bath.

σκύλος φύλακας

noun (watch dog)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
German shepherds make excellent guard dogs.
Οι γερμανικοί ποιμενικοί γίνονται άριστοι φύλακες.

σκύλος-οδηγός

noun (blind person's assistance dog)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Labradors have traditionally been used as guide dogs.

αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ

noun (figurative, informal (alcohol drunk to cure a hangover)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χοτ ντογκ

noun (frankfurter sausage in a bun)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A hot dog and a soda is a classic American meal.
Το χοντ ντογκ με αναψυκτικό είναι κλασικό αμερικάνικο γεύμα.

λουκάνικο

noun (frankfurter sausage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I ate the hot dog but left the bun.
Έφαγα το λουκάνικο, αλλά άφησα το ψωμάκι.

που κάνει καραγκιοζιλίκια

noun (US, informal (person who does stunts to attract attention) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
See that guy on crutches; yesterday he was the biggest hot dog on the slopes.
Βλέπετε αυτόν τον τύπο με τις πατερίτσες; Εχθές έκανε τα περισσότερα καραγκιοζιλίκια στις πλαγιές.

Σούπερ!

interjection (US, slang (enthusiasm, pleasure) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hot dog! You're looking good!

κάνω φιγούρα, κάνω επίδειξη

intransitive verb (US, informal (sports: do a spectacular maneuver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Look at those skiers hot-dogging!

καλός, ταλαντούχος

noun as adjective (US, informal (skillful, esp. in sports)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben is a hot-dog surfer.

καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ

noun (kiosk or counter selling hot dogs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whenever I pass through Chicago, I try to stop at a hot-dog stand to pick up lunch.

κυνηγόσκυλο

noun (type of dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πύραυλος hound dog

noun (US (type of missile)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατοικίδιος σκύλος

noun (domestic canine, pet dog)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
One of the best house dogs, in the opinion of some people, is the poodle.

κυνηγόσκυλο

noun (retriever, gun dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When you go out to shoot rabbits, you need to take a hunting dog to retrieve them.

εδώ και πολύ καιρό

adverb (figurative, informal, US (for a long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην μπούκα

expression (figurative, informal (in disgrace) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My husband embarrassed me in front of my friends; he's in the doghouse tonight.
Ό άντρας μου με ντρόπιασε μπροστά στους φίλους μου και τον έχω στην μπούκα απόψε.

σκυλόσπιτο

noun (small outdoor house for a dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's happy to sleep in his kennel unless it's too cold.
Είναι χαρούμενος όταν κοιμάται στο σκυλόσπιτό του, εκτός και αν παρακάνει κρύο.

υποχείριο

noun (figurative, disparaging (person: controlled by another) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυχεράκιας

noun (undeserving lucky person) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You lucky dog! I can't believe she agreed to go out with you!

λυσσασμένο σκυλί

noun (rabid canine)

I was bitten by a mad dog when taking a walk yesterday.

σκουτελάρια

noun (plant: herb) (φυτολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρωμιές, ακαθαρσίες

noun (informal (dog, etc.: faeces) (ευφημισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Puppies are cute, but if you want one, you have to be prepared to clean up mess sometimes.

λαγωνικό της αστυνομίας

noun (trained dog used in police work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He didn't want the police dog sniffing around his flat.

κανίς

noun (curly-haired breed of dog) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυνόμυς

noun (US (small wild North American rodent) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Prairie dogs have a complex social structure.

κουτάβι

noun (baby dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jenny wants a puppy, but her parents won't let her have one.
Η Τζένη θέλει ένα κουτάβι, αλλά οι γονείς της δεν την αφήνουν να πάρει.

ντάτσχουντ

noun (informal (dachshund) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκωτσέζικο τεριέ

noun (breed of small dog)

θαλασσόλυκος

noun (figurative (veteran sailor) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Captain Ahab, whose face was scarred by lightning, was the ultimate sea dog.

είδος μακροσκελούς αστείας ιστορίας

noun (figurative, informal (long wordy anecdote)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσοπανόσκυλο

noun (dog that herds sheep)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A huge sheepdog suddenly jumped over the fence.

ποιμενικός

noun (breed of dog) (σκύλος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The farm was guarded by three large shepherds.

σκύλος για έλκηθρο

noun (husky that pulls a sledge)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκύλος εκπαιδευμένος να εντοπίζει με την όσφρηση

noun (informal (canine trained to detect)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατασκεύασμα υποδεέστερης αξίας

noun (figurative ([sth] created to be destroyed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλο κεφάλι

noun (figurative, slang ([sb] in authority) (μεταφορικά)

Joe's the top dog at work, but his wife's the top dog at home!

της εξουσίας

noun as adjective (relating to [sb] in power) (σε γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκυλάκι

noun (small canine kept as a pet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of female celebrities own toy dogs that they carry around in handbags.

λαγωνικό, κυνηγόσκυλο

noun (canine trained to detect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω τον σκύλο βόλτα

verbal expression (walk with pet dog for exercise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I walk the dog every day.
Βγάζω τον σκύλο βόλτα κάθε μέρα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dog στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dog

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.