Τι σημαίνει το dever στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dever στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dever στο πορτογαλικά.
Η λέξη dever στο πορτογαλικά σημαίνει πρέπει, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, πρέπει, -, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, υποχρέωση, πρέπει, ηθικά υποχρεωμένος, υποχρέωση, θα έπρεπε, αρμόζω σε, θα έπρεπε, θα μπορούσα, θα έπρεπε, θα πρέπει, μάθημα, θα έπρεπε, -, πρέπει, δουλειά, μαθήματα, μελέτη, προετοιμασία, χρωστάω κτ σε κπ, δεν θα έπρεπε, στο καθήκον, αφοσίωση στο καθήκον, η φωνή του καθήκοντος, διάβασμα, έχω να κάνω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dever
πρέπειverbo transitivo (subjuntivo:+ infinitivo, inglês) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Embora ele devesse ir, provavelmente ficará em casa. Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι. |
πρέπει(obrigação, ter que) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Você deve tirar uma carteira nova de motorista. Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (débito financeiro) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devido ao empréstimo que fiz para comprar a minha casa, devo muito dinheiro ao banco. Είχα πάρει δάνειο για να αγοράσω το σπίτι μου, και τώρα χρωστάω (or: οφείλω) πολλά χρήματα στην τράπεζα. |
πρέπειverbo transitivo (sugestão) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Talvez você devesse ir à reunião esta noite. O que você acha? Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες; |
πρέπει(ter a obrigação) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Eu devo ir ao tribunal na segunda ou serei preso. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (κάτι, κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu paguei a maior parte do dinheiro, mas ainda devo cinquenta euros. Αποπλήρωσα το μεγαλύτερο ποσό τον χρημάτων, αλλά χρωστάω ακόμα 50 Ευρώ. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo uma fortuna aos meus credores. Χρωστάω μια περιουσία στους δανειστές μου. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Você deve reportar essas coisas para a polícia. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (figurativo) (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu lhe devo um pedido de desculpas. Σου οφείλω μια συγγνώμη. |
χρωστάω, χρωστώ, οφείλωverbo transitivo (μτφ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele devia a vida dele as habilidades médicas do cirurgião. Eu devo minha boa aparência a minha bela avó. Χρωστούσε τη ζωή του στις ιατρικές ικανότητες του χειρουργού του. |
πρέπειverbo transitivo (estimativa) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Não tenho certeza do quanto, mas devo tomar mais de três copos de água por dia. Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα. |
-verbo transitivo (ingl, em oração condicional: deveria) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele deve dar um pulo lá e dar um oi para ele. Αν περάσει από δώ, πες του ένα γεια. |
μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θαverbo transitivo (probabilidade: deverá) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nossa equipe deve ganhar o jogo porque é muito melhor que os adversários. Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της. |
υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary sente obrigação de ajudar Peter com seus problemas. Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του. |
πρέπει(que se espera de) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Você sempre precisa terminar seu trabalho a tempo para esse professor. |
ηθικά υποχρεωμένοςsubstantivo masculino (obrigação) |
υποχρέωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Votar é seu dever. Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις. |
θα έπρεπεverbo auxiliar (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Deanna não estuda tanto quanto devia. Η Ντιάνα δεν μελετάει όσο θα έπρεπε. |
αρμόζω σε
|
θα έπρεπεverbo auxiliar (conselho) (να κάνω κτ) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Você realmente devia dirigir mais cuidadosamente. Πραγματικά θα έπρεπε να οδηγείς πιο προσεκτικά. |
θα μπορούσαverbo transitivo (contrariedade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você devia ter me informado mais cedo! Ωραία! Ας με ειδοποιούσες νωρίτερα! |
θα έπρεπεverbo transitivo (να κάνω κάτι) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Todos devem lutar por uma sociedade mais justa. Όλοι θα έπρεπε να παλεύουμε για μια πιο δίκαιη κοινωνία. |
θα πρέπειverbo transitivo (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Se sairmos ás 8 da manhã, isso nos deve nos dar tempo de sobra. Αν ξεκινήσουμε στις 8 πμ, λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο. |
μάθημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το μάθημά σου για απόψε είναι τα πέντε πρώτα ποιήματα του βιβλίου. |
θα έπρεπεverbo transitivo (possibilidade malograda: deveria) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Bruna deveria ter notado que Erik estava mentindo para ela. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα έπρεπε να ξέρει πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό. |
-verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Você deve se apresentar ao comandante imediatamente. Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου. |
πρέπει
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Este deve ser o lugar, se é que eu entendi as instruções. Αυτό πρέπει να είναι το σωστό μέρος, αν δηλαδή έχω καταλάβει σωστά τις οδηγίες. |
δουλειάsubstantivo masculino (responsabilidade) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando o seu pai estiver fora, é o seu trabalho tomar conta do seu irmão menor. Όταν λείπει ο πατέρας σου, είναι δική σου δουλειά να προσέχεις τον αδερφό σου. |
μαθήματα(μτφ, καθομ: σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Jimmy tem bastante dever de casa. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζίμι είναι πολύ συστηματικός στο να κάνει τα μαθήματά του κάθε μέρα μετά το σχολείο. |
μελέτη, προετοιμασία(figurativo, preparação) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fiz meu dever de casa e estou bem preparado para o encontro. Έχω κάνει τη μελέτη (or: προετοιμασία) μου, και είμαι πανέτοιμος για τη συνάντηση. |
χρωστάω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν θα έπρεπε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο καθήκονexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφοσίωση στο καθήκον
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η φωνή του καθήκοντος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διάβασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έχω να κάνω με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dever στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του dever
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.