Τι σημαίνει το déposer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης déposer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του déposer στο Γαλλικά.

Η λέξη déposer στο Γαλλικά σημαίνει καταθέτω, μαρτυρώ, αφήνω, αφήνω, τοποθετώ, βάζω, αφήνω, εναποθέτω, καθαιρώ, καταθέτω, υποβάλλω, καταθέτω, καταθέτω, υποβάλλω αίτηση για αναγνώριση εμπορικού σήματος, παραδίδω, πηγαίνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, καταθέτω, παραδίδω, υποβάλλω, τοποθετώ, καταθέτω, υποβάλλω, καταθέτω εναντίον κπ, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ρίψη απορριμμάτων, παραπονούμαι επισήμως, καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό, πληρώνω εγγύηση για κπ, πτωχεύω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, επαναϋποβάλω, ζητιανεύω κτ από κπ, φιλάω, αιτούμαι, μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ, ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ, κατακάθομαι, κάνω τράκα, ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ, αιτούμαι, ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια, προβάλλω αίτημα σε κτ, πηγαίνω, πάω, αιτούμαι, -, έχω λίστα γάμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης déposer

καταθέτω, μαρτυρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tous les matins, je dépose mon mari au travail.
Αφήνω τον άνδρα μου στη δουλειά κάθε πρωί.

αφήνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
N'oublie pas de déposer les clés chez ta mère avant de partir.
Μην ξεχάσεις να αφήσεις τα κλειδιά στο σπίτι της μητέρας σου πριν φύγεις.

τοποθετώ, βάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mère déposa le bébé dans son berceau.
Η μητέρα έβαλε το μωρό στην κούνια.

αφήνω

verbe transitif (συνήθως για φύλαξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John a déposé ses valises à la consigne de la gare.

εναποθέτω

verbe transitif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les inondations ont déposé de la boue dans les maisons du village.

καθαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le roi a été destitué après qu'il ait été déclaré fou.

καταθέτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter est allé déposer un chèque à la banque.
Ο Πήτερ πήγε στην τράπεζα για να καταθέσει μια επιταγή.

υποβάλλω, καταθέτω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'employé déposa (or: introduisit) une requête contre sa société.

καταθέτω

verbe transitif (de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis allé à la banque pour y déposer un chèque.

υποβάλλω αίτηση για αναγνώριση εμπορικού σήματος

verbe transitif (un nom,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'entreprise a déposé un nom pour son produit populaire.
Η εταιρεία κατοχύρωσε το εμπορικό σήμα του δημοφιλούς προϊόντος της.

παραδίδω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les invités peuvent déposer leurs manteaux à l'entrée.
Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο.

πηγαίνω

verbe transitif (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dépose-moi en ville quand tu iras faire les courses.
Σε παρακαλώ πέταξέ με στην πόλη όταν πας για ψώνια.

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contente-toi de déposer ces papiers sur mon bureau.

καταθέτω, παραδίδω

verbe transitif (les armes) (για τα όπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a tenté de convaincre la faction dissidente de déposer les armes.
Ο πρόεδρος ικέτεψε τους τρομοκράτες να παραδώσουν τα όπλα τους.

υποβάλλω

verbe transitif (Droit : accusation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le procureur général a déposé (or: a introduit) une plainte pour voie de fait.

τοποθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ouvrier posa le plâtre avec la truelle.
Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί.

καταθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais mettre en banque les recettes du jour.

υποβάλλω

verbe transitif (plainte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a porté plainte auprès des ressources humaines.

καταθέτω εναντίον κπ

(με γενική)

Même si elle savait qu'il était coupable, elle ne voulait pas témoigner contre son mari au procès.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

(d'adoption)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

(panneau)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίψη απορριμμάτων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Déposer illégalement des ordures est passible d'une amende.

παραπονούμαι επισήμως

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais déposer une plainte contre mon avocat pour incompétence. Je voudrais déposer une plainte au sujet votre service clientèle.
Θα παραπονεθώ επισήμως για την ανικανότητα του δικηγόρου μου. Θέλω να παραπονεθώ επισήμως για την εξυπηρέτηση των πελατών σας.

καταθέτω χρήματα, βάζω χρήματα σε λογαριασμό

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assurez-vous de bien déposer de l'argent à la banque avant la fin du mois.

πληρώνω εγγύηση για κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le voleur reste en prison parce que personne n'a voulu déposer une caution pour le faire sortir.

πτωχεύω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après seulement deux ans d'activité, l'entreprise a fait faillite.

επαναϋποβάλω

verbe transitif (Droit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητιανεύω κτ από κπ

(familier : de l'argent, une cigarette) (ανεπίσημο)

φιλάω

(familier) (απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle lui fit une bise sur la joue.
Του φίλησε το μάγουλο.

αιτούμαι

(Droit) (επίσημο: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez déposer une demande d'ordonnance de protection auprès du tribunal.
Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο.

μοιράζω φυλλάδια σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι υποψήφιοι μοίρασαν φυλλάδια σε κάθε σπίτι της περιοχής.

ακουμπάω κτ σε κτ, ακουμπώ κτ σε κτ, βάζω κτ σε κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a posé son manteau sur l'accoudoir de la chaise.
Ακούμπησε (or: έβαλε) το παλτό του στο μπράτσο της πολυθρόνας.

κατακάθομαι

verbe pronominal (poussière, sédiments)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La poussière se déposa sur les voitures après que les vents l'eurent apportée.
Η σκόνη κατακάθισε στα αυτοκίνητα αφού την πήρε ο αέρας.

κάνω τράκα

(familier) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je peux te taper une clope ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβασα το παράθυρο του αυτοκινήτου μου και ένας άνδρας με ρώτησε αν μπορούσε να κάνει τράκα μια κούρσα.

ρίχνω σκουπίδια σε κτ, πετάω σκουπίδια σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les gens qui jettent des détritus sur le trottoir (or: dans la rue) m'énervent vraiment.
Όσοι ρίχνουν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο με εκνευρίζουν πραγματικά.

αιτούμαι

locution verbale (Droit) (με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avocat a déposé une demande officielle de grâce auprès du président.

ρίχνω σκουπίδια, πετάω σκουπίδια, κάνω σκουπίδια

(sur la voie publique) (εκεί που δεν επιτρέπεται)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben a jeté ses détritus par terre (or: dans la rue) parce qu'il ne voyait pas de poubelle où les jeter.
Ο Μπεν πέταξε τα σκουπίδια κάτω επειδή δεν είδε κάδο για να πετάξει τα ρίξει.

προβάλλω αίτημα σε κτ

(επίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les parents ont adressé une pétition au directeur pour annuler l'assemblée.
Οι γονείς ζήτησαν από τον διευθυντή να ακυρωθεί η συνέλευση.

πηγαίνω, πάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

αιτούμαι

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les citoyens étaient contre le plan local d'urbanisme et ont donc intenté une action.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Σε ευχαριστώ που με έφερες! Δεν θα έφτανα με τίποτα εγκαίρως αν δεν το έκανες.

έχω λίστα γάμου

locution verbale (fiancés)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le couple a déposé une liste de mariage au grand centre commercial, donc vous pouvez voir ce qu'ils veulent sur le site du magasin.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του déposer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του déposer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.