Τι σημαίνει το dépassé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dépassé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dépassé στο Γαλλικά.

Η λέξη dépassé στο Γαλλικά σημαίνει ξεπερνάω, ξεπερνώ, προεξέχω, προβάλλω, κάνω προσπέραση, ξεφεύγω από κτ, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προσπερνάω, προσπερνώ, εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλω, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερβαίνω, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, καλύπτω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προσπερνάω, προσπερνώ, υπερβαίνω, τεντώνω υπερβολικά, ξεπερνώ, ξεπερνώ κτ σε ύψος, ορθώνομαι, περνάω, ξεπερνάω, αψηφώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ, ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνώ μεγαλώνοντας, βγαίνω από το περιθώριο, με ξεπερνά, προεξέχω, εξέχω, προεξέχω, κινούμαι γρήγορα, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, περνώ, καταβάλλω, προεξέχω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, προεξέχω, κρυφοκοιτάζω, υπερισχύω, πρωτεύω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, προσπερνάω, ξεπερνώ, εξωθούμαι, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, προσπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, υπερέχω σε βαθμό, πάνω από, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, παλιομοδίτικος, άκυρος, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, ξεπερασμένος, εκτός μόδας, παλιά, που δεν ισχύει πια, υπερήλικος, ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος, υπερβολικός, ακραίος, ακατανόητος, υπερβολικός, ακραίος, ακατανόητος, ακατανόητος, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, το παρακάνω, σκέφτομαι αντισυμβατικά, κάνω το κάτι παραπάνω, ξεπερνώ τα όρια, ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό, εντυπωσιάζω, ξεπερνώ τα όρια, προεξέχω, προεξέχω από κτ, μένω περισσότερο από όσο επιτρέπεται, ξεπερνώ τις προσδοκίες κπ, πιέζω τον εαυτό μου, που παραφέρεται, υπερβολικά, ακραία, περισσότερος απο το αναμενόμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dépassé

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coût du projet dépassait les 50 000 £.
Το κόστος της εργασίας ξεπέρασε τις 50.000 λίρες Αγγλίας.

προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα άλλα παιδιά τον κοροϊδεύουν επειδή τα αυτιά του προεξέχουν.

κάνω προσπέραση

verbe intransitif (véhicule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεφεύγω από κτ

verbe transitif (aller plus loin)

La conférence du professeur dépassait la compréhension d'Alex.
Η διάλεξη του καθηγητή ξεπέρασε τα όρια κατανόησης του Άλεξ.

προσπερνάω, προσπερνώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif (en nombre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les ventes de téléphones Android ont dépassé les ventes d'iPhones.
Οι πωλήσεις των τηλεφώνων Android έχουν ξεπεράσει τις πωλήσεις των iPhone.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vitesse de la voiture dépassait (or: surpassait) celle de toutes les autres voitures qu'avait possédées Lydia auparavant.
Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ξεπερνά την ταχύτητα κάθε οχήματος που είχε παλιότερα στην κατοχή της η Όλγα.

προσπερνάω, προσπερνώ

verbe transitif (un véhicule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture rouge est en train de doubler (or: de dépasser) la voiture bleue.
Το κόκκινο αυτοκίνητο προσπερνά το μπλε.

εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Son sac était ouvert et son parapluie en dépassait.
Η τσάντα της ήταν ανοιχτή και η ομπρέλα της εξείχε.

προσπερνάω, προσπερνώ

verbe transitif (un concurrent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kelly Holmes vient de dépasser Hasna Benhassi.
Η Κέλλυ Χόλμς μόλις προσπέρασε την Χάσνα Μπενχάσι.

υπερβαίνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'employé a outrepassé les limites de son autorité lorsqu'il a tenté d'expliquer à un collègue comment se comporter au travail.
Ο εργαζόμενος υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του όταν προσπάθησε να πει σ' ένα συνάδελφο πως να συμπεριφέρεται στη δουλειά.

σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melinda a travaillé dur pour dépasser les exigences académiques minimales pour l'université.
Η Μελίντα δούλεψε σκληρά για να καλύψει τις ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La demande pour le nouveau téléphone a dépassé nos stocks.
Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά.

προσπερνάω, προσπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avion dépassa la piste et dut faire un amerrissage d'urgence.

υπερβαίνω

(limites, bornes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τεντώνω υπερβολικά

verbe transitif

On a dépassé notre destination, faisons demi-tour.

ξεπερνώ

(vitesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ κτ σε ύψος

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορθώνομαι

verbe transitif (πάνω ή ψηλότερα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω, ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devrions dépasser les 1 500 mètres avant de monter notre camp.
Πρέπει να περάσουμε τα 5000 πόδια πριν κατασκηνώσουμε.

αψηφώ

(l'entendement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton argument dépasse toute logique.
Το επιχείρημά σου αψηφά κάθε λογική.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έμιλι πέρασε τη γραμμή του τερματισμού.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le missile dépassa sa cible.

ξεπερνώ, περνώ, προσπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξοδεύω παραπάνω από ό, τι έχω, ξοδεύω περισσότερα από ότι διαθέτω

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Εκείνο το τμήμα ξόδεψε περισσότερα χρήματα από ότι διέθετε.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a une demande pour le produit qui dépasse l'offre.

περνάω, περνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan a dépassé le délai fixé.
Η Σούζαν υπερέβη την προθεσμία της.

ξεπερνώ μεγαλώνοντας

verbe transitif (figuré, maladie, allergie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De nombreux enfants dépassent les allergies précoces.
Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες.

βγαίνω από το περιθώριο

verbe intransitif (Imprimerie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le texte dépassait sur la page suivante.
Το κείμενο βγήκε από το περιθώριο φτάνοντας στην επόμενη σελίδα.

με ξεπερνά

verbe transitif (compréhension) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'elle ait pu le quitter me dépasse.
Το γιατί στο καλό τον εγκατέλειψε με ξεπερνά.

προεξέχω, εξέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le matelas ne tenait pas dans le camion, donc un côté dépassait à l'arrière.
Το στρώμα δε χωρούσε στο φορτηγό και έτσι ένα κομμάτι του προεξείχε στο πίσω μέρος.

προεξέχω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι γρήγορα

verbe transitif

Le coureur a dépassé ses adversaires pour remporter la course.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le nouvel immeuble va dépasser l'ancienne tour de deux étages.
Το νέο κτίριο θα είναι ψηλότερο από το παλιό κατά δύο ορόφους.

ξεπερνάω, περνάω, περνώ

verbe transitif (une limite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vitesse de la fusée a rapidement dépassé les 200 km/h.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif (le budget)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick a dépassé le budget.

ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω

verbe transitif (une limite)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme a été verbalisé pour avoir dépassé la vitesse autorisée.

περνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταβάλλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dave s'est cassé la jambe droite et l'os en ressortait.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπερτερώ, υπερέχω

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προεξέχω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La langue du chat dépassait (or: pendait).
Η γλώσσα της γάτας κρέμονταν.

κρυφοκοιτάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερισχύω, πρωτεύω

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η σημασία αυτού του πρότζεκτ υπερισχύει των όποιων ανησυχιών ίσως έχεις για τα σχετικά έξοδα.

ξεπερνάω, ξεπερνώ

verbe transitif (vitesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπερνάω

verbe transitif (dépassement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La voiture de course dépassa (or: doubla) son adversaire à la dernière minute pour remporter la course.
Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα.

ξεπερνώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξωθούμαι

(Technique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξέχω, προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La plus grande chambre dépasse à l'arrière de la maison.
Το μεγαλύτερο υπνοδωμάτιο εξέχει (or: προεξέχει) στο πίσω μέρος του σπιτιού.

προσπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leur dernier album transcende tout ce qu'ils ont fait jusqu'à présent.
Το νέο τους άλμπουμ ξεπερνά όλες τις προηγούμενες επιτυχίες τους.

ξεπερνώ

(σε απόδοση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David a été plus performant que sa sœur à l'examen du TOEFL.

υπερέχω σε βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πάνω από

verbe transitif (au-delà en nombre)

Il a passé (or: dépassé) l'âge de la retraite pour sa société.
Είναι άνω του συντάξιμου ορίου ηλικίας της εταιρίας του.

εξέχω, προεξέχω, προβάλλω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'énorme ventre de Robert dépassait par-dessus sa ceinture.

προσπερνάω, προσπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a couru plus vite et est passé devant sa sœur juste avant d'arriver à la voiture.
Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο.

ξεπερνάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce canapé des années 70 est d'un style dépassé.
Ο καναπές με στυλ δεκαετίας '70 είναι ξεπερασμένος.

παλιομοδίτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άκυρος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Votre version du logiciel est dépassée, il faut procéder à une mise à jour.
Αυτό το πρόγραμμα ενημερώθηκε· το δικό σου είναι παλιά έκδοση.

ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ

adjectif (figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les grosses cravates et les revers larges sont complètement dépassés !

ξεπερασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εκτός μόδας

(plus à la mode)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Les jeans ultra larges sont dépassés cette année.

παλιά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les mini-jupes ? C'est dépassé !

που δεν ισχύει πια

(ticket, nourriture,...)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce billet est périmé ; tu ne peux plus l'utiliser.
Αυτό το χαρτονόμισμα είναι παλιό. Δε μπορείς να το χρησιμοποιήσεις πια.

υπερήλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les vêtements de Martin sont vraiment démodés ; on dirait qu'il sort des années soixante-dix!
Τα ρούχα του Μάρτιν είναι πραγματικά παλιακά. Μοιάζουν βγαλμένα από τη δεκαετία του εβδομήντα!

υπερβολικός, ακραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leur réaction était exagérée.
Η αντίδρασή τους ήταν υπερβολική (or: ακραία).

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερβολικός, ακραίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pourquoi Janet est restée avec son mari infidèle est incompréhensible.

ακατανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La théorie quantique était incompréhensible pour Simon.
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La dissertation de George était largement au-dessus de celles de ses camarades de classe.

το παρακάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je t'ai déjà alerté sur ta désobéissance mais cette fois, tu es allé trop loin !

σκέφτομαι αντισυμβατικά

L'entreprise apprécie les employés qui peuvent penser de façon originale et trouver des solutions créatives.

κάνω το κάτι παραπάνω

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos hôtes se sont mis en quatre pour s'assurer de notre confort durant le séjour.

ξεπερνώ τα όρια

locution verbale

ξεφεύγω από τον προϋπολογισμό, ξεπερνάω τον προϋπολογισμό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντυπωσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ τα όρια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προεξέχω από κτ

Arthur a saisi un morceau de rocher qui dépassait de la paroi de la falaise.

μένω περισσότερο από όσο επιτρέπεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνώ τις προσδοκίες κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιέζω τον εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που παραφέρεται

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu dépasses les bornes !

υπερβολικά, ακραία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu y es allé fort sur les décos de la soirée !

περισσότερος απο το αναμενόμενο

locution verbale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le nombre de spectateurs présents au match a dépassé les espérances des organisateurs.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dépassé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dépassé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.