Τι σημαίνει το dejo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dejo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dejo στο ισπανικά.
Η λέξη dejo στο ισπανικά σημαίνει αφήνω, αφήνω, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω, αφήνω, δίνω, αφήνω κτ σε κπ, εγκαταλείπω, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, αφήνω, αφήνω, αφήνω στην άκρη, κόβω, βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω, κόφτο, σταμάτα, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, εγκαταλείπω, σταματώ, φεύγω, σταματάω, σταματώ, απαρνούμαι, εγκαταλείπω, αφήνω, κόβω, βγάζω, αφήνω, το κόβω, τελειώνω με κτ, αφήνω, παραδίδω, πετάω, πετώ, ρίχνω, αφήνω, εναποθέτω, αφήνω κτ στη θέση του, εγκαταλείπω, παρατάω, σταματάω, σταματώ, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω, κάνω χώρο, αφήνω χώρο, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, κόβω, αποσύρομαι από κτ, εγκαταλείπω, αφήνω, σταματάω, σταματώ, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, παραιτούμαι από κτ, κληροδοτώ, τραγουδιστή φωνή, επίγευση, υποψία γεύσης, υποψία, επίγευση, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κπ με κτ, μαστ, η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, αφήνω, αφήνω κτ πίσω μου, απομακρύνομαι, φεύγω, εγκαταλείπω, παρατώ, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου, ανακαλώ, αποσύρω, βάζω ενέχυρο, ξεπερνώ στο τρέξιμο, κουφαίνω, αφήνω έγκυο, μπερδεύω, ξεπλένω, βάζω στην άκρη, αφήνω ξερό, ναρκώνω, κοιμίζω, αναβάλλω, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, αφήνω κπ να βγει έξω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, στον πάγο, εγκαταλείπω, παρατάω, καταστρέφω, αχρηστεύω, καταχωρώ, καταγράφω, ρίχνω, ελευθερώνω, απελευθερώνω, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, απεξαρτώμαι από το αλκοόλ, εγκαταλείπω, βάζω στον πάγο, μουτζουρώνω, διώχνω, απομακρύνω, κόβω τα ναρκωτικά, ρίχνω κπ κάτω, αποκλείω, γίνομαι βαρετός, περνάω, περνώ, είμαι κατάπληκτος, χωρίς, χρονοτριβώ, κωλυσιεργώ, ακουμπάω, ακουμπώ, ξεκλειδώνω, απορημένος, που πρέπει να το δεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dejo
αφήνω(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejó a su esposa en casa y se fue con sus amigos el viernes por la noche. Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustó mucho la comida, pero dejé las papas porque ya me sentía lleno. Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει. |
αφήνω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te puedo dejar las llaves por si pasa algo? Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι; |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He dejado las llaves sobre la mesa de la cocina por si quieres salir. Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις. |
αφήνω, δίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejó su número de teléfono en el contestador automático. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες. |
αφήνω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En el testamento, su padre le dejó el reloj antiguo. Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo que dejar la escuela antes de obtener el título. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ
¿Te dejarán tus padres ir al baile? Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό; |
αφήνω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi esposa me dejó salir con los muchachos anoche. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας. |
αφήνω(ακολουθεί επίθετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sorpresa lo dejó atónito. Το σοκ τον άφησε άφωνο. |
αφήνω στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja lo que estás haciendo, es hora de almorzar. Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό. |
κόβωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sigue prometiendo que va a dejar el alcohol. |
βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dejó el libro sobre una mesa cercana. Έβαλε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα. |
κόφτο, σταμάταverbo transitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja de cargarme con mi novio. |
παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando su marido volvió, decidió dejar su rol como sostén de la familia. |
εγκαταλείπω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los huelguistas dijeron que no iban a dejar su campaña de acción. Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
φεύγω(un lugar) (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El dueño me ha dado una semana para dejar el departamento. Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hace dos años dejé el hábito de fumar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως! |
απαρνούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El alcohólico juró dejar su adicción. Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του. |
εγκαταλείπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al crecer, dejó la iglesia. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susana dejó su libro en el tren. Η Σούζαν άφησε το βιβλίο της στο τρένο. |
κόβωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene que dejar el alcohol por un tiempo. Πρέπει να κόψει το ποτό για λίγο καιρό. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si quieres vivir por más tiempo, debes dejar el estrés en tu vida. Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te olvides de dejar las llaves en casa de tu madre antes de irte. Μην ξεχάσεις να αφήσεις τα κλειδιά στο σπίτι της μητέρας σου πριν φύγεις. |
το κόβωverbo transitivo (καθομ: κακή συνήθεια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sonia solía usar drogas, pero las dejó hace años. Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια. |
τελειώνω με κτ
¿Ya dejaste el teléfono? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
αφήνωverbo transitivo (κάτι να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al no meter el freno de mano, dejó que el coche rodara colina abajo. |
παραδίδωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los invitados pueden dejar sus abrigos en la puerta. Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deja los papeles en mi escritorio. |
αφήνωverbo transitivo (συνήθως για φύλαξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John dejó sus maletas en una consigna de la estación. |
εναποθέτωverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Las inundaciones dejaron lodo en los hogares de los aldeanos. |
αφήνω κτ στη θέση τουverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja esa oración, creo que es buena. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor del auto que iba ganando abandonó la carrera por un problema en el motor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα. |
σταματάω, σταματώ(una actividad) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No me puedo concentrar si sigues golpeando los dedos contra el escritorio, ¡para! Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα. |
ξεχνάω, ξεχνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando llegué al aeropuerto me di cuenta de que me había dejado el pasaporte. Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Suéltame, abusón! Άφησε με, παλιονταή! |
κάνω χώρο, αφήνω χώρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Permite pasar al camarero. Άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La familia abandonó su casa y huyó del país. Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα. |
εγκαταλείπω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Va a ser difícil, pero voy a tratar de abandonar el chocolate para la cuaresma. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή. |
αποσύρομαι από κτ
La lesión del jugador lo obligó a abandonar la competencia. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No voy a abandonar este proyecto; mi plan es terminarlo. Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes parar de hacer eso? Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ; |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hemos decidido abandonar el asunto. Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα. |
παραιτούμαι από κτ(trabajo) Alice decidió renunciar a su trabajo porque no soporta a su jefe. Η Άλις αποφάσισε να παραιτηθεί (or: να φύγει) από τη δουλειά της, καθώς δεν μπορεί να αντέξει το αφεντικό. |
κληροδοτώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No legó nada a su familia, y dejo su propiedad a la caridad. |
τραγουδιστή φωνή
|
επίγευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υποψία γεύσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Creo que las coles de Bruselas se han puesto malas, tienen un matiz extraño. |
υποψία(μτφ: μικρός, ανεπαίσθητος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La forma en que Jane se había dado la vuelta y marchado era indicio de que estaba enfadada. Sin embargo, Brian no sabía lo que había hecho mal. |
επίγευση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφήνω κτ για κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solo dejó un trozo de pizza para el resto. Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους. |
αφήνω κπ με κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si coges el billete de veinte libras, me dejarás con menos de cinco. Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες. |
μαστ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι(voz inglesa) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu generosa forma de disculparte me avergüenza por tener tan mal carácter. |
αφήνω(objeto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No pude aguantar más la cuerda y tuve que soltarla. Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω. |
αφήνω κτ πίσω μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαι, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse. Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο. |
εγκαταλείπω, παρατώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estábamos planeando una fiesta pero casi todos se rajaron. Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακαλώ, αποσύρω(general) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía revocó la oferta cuando se dieron cuenta de que el candidato había mentido en su currículum. |
βάζω ενέχυρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Neil tenía una espada samurai, pero la empeñó. |
ξεπερνώ στο τρέξιμο(competencia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un perro siempre aventajará a un gato. |
κουφαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ruido de la explosión ensordeció a todos los que estaban cerca. |
αφήνω έγκυο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comportamiento extraño y silencioso de mi esposa me sorprendió. |
ξεπλένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvieron que enjuagar el drenaje para hacer que drenara apropiadamente. |
βάζω στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tuve que posponer los planes de mi boda hasta que mi madre se recupere. |
αφήνω ξερό(καθομιλουμένη: λιποθυμία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El arquero chocó con el delantero y lo noqueó. Ο τερματοφύλακας συγκρούστηκε με τον επιθετικό και τον έβγαλε νοκ άουτ. |
ναρκώνω, κοιμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La anestesia local no funciona en mí, así que el dentista me tiene que sedar. |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Decidió postergar la decisión de invertir hasta después de las elecciones presidenciales. |
εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι(AR, coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cada vez que le cuido los niños ellos me liquidan. |
αφήνω κπ να βγει έξω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No te olvides de soltar al gato cuando cierres la puerta a la noche! Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω! |
ετοιμάζω, προετοιμάζω(música, vídeo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στον πάγο(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Congelemos esa idea hasta que tengamos el capital para desarrollarla. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nunca debes abandonar tus sueños. |
καταστρέφω, αχρηστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El funcionario de la embajada anuló los pasaportes con un sello rojo. |
καταχωρώ, καταγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anotar tus pensamientos te ayuda a pensar las cosas con más claridad. Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chica tiró una cuerda y su novio trepó hasta su habitación. Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της. |
ελευθερώνω, απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno finalmente liberó a los prisioneros políticos. Τελικά η κυβέρνηση απελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους. |
σταματάω, παύω, διακόπτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me da tristeza ver que su página web se va a acabar. |
απεξαρτώμαι από το αλκοόλ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fue a rehabilitación para desintoxicarse. Πήγε σε κέντρο αποτοξίνωσης για να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ. |
εγκαταλείπω(a alguien) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El barco abandonó a un marinero en la isla porque robó suministros. Το πλοίο παράτησε έναν ναύτη στο νησί γιατί έκλεβε προμήθειες. |
βάζω στον πάγο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μουτζουρώνω(en una superficie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños habían marcado las paredes con crayón. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
διώχνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lauren intentó bloquear las imágenes en su mente. Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της. |
κόβω τα ναρκωτικά(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ralph prometió limpiarse y ser mejor esposo. |
ρίχνω κπ κάτω
Su golpe noqueó a su oponente y lo hizo ganar el combate. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la semifinal, el Manchester United eliminó al Liverpool. Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ. |
γίνομαι βαρετός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador de fútbol americano esquivó la defensa del equipo contrario. |
είμαι κατάπληκτος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El quedó anonadado con la noticia de que su jefe había renunciado. Έμεινε κατάπληκτος μαθαίνοντας ότι το αφεντικό του παραιτήθηκε. |
χωρίς
Ella ya no recibe ayuda gubernamental. |
χρονοτριβώ, κωλυσιεργώ(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muchos alumnos procrastinan las obligaciones y por eso obtienen malas notas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Τάνια ήξερε ότι θα έπρεπε να δουλεύει πάνω στη διπλωματική της, όμως χασομερούσε. |
ακουμπάω, ακουμπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Coloca con cuidado la estatua en su pedestal. |
ξεκλειδώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La investigación del académico había desentrañado algunos de los grandes misterios del mundo antiguo. |
απορημένοςlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos dejó atónitos cuando lo admitieron en la Universidad. |
που πρέπει να το δεις(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Ciudadano Kane es una de estas películas que hay que ver. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dejo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dejo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.