Τι σημαίνει το cuff στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cuff στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuff στο Αγγλικά.
Η λέξη cuff στο Αγγλικά σημαίνει μανσέτα, ρεβέρ, χειροπέδες, δεσμά, βάζω χειροπέδες, περιχειρίδα, σφαλιάρα, φάπα, σφαλιαρίζω, περιχειρίδα σφυγµοµανόµετρου, μανικετόκουμπο, γαλλική μανσέτα, αυθόρμητος, αυθόρμητα, στροφικό τενόντιο πέταλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cuff
μανσέταnoun (end part of a sleeve) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Andy rolled up his cuffs to keep them from getting wet. My aunt works at the shirt factory, sewing cuffs onto sleeves. Ο Άντυ σήκωσε τα μανίκια του για να μην βραχούν. |
ρεβέρnoun (US, Can, AU, often plural (trousers: folded up hem) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Wayne likes his trouser cuffs to touch the top of his shoes. Ο Γουέην θέλει τα ρεβέρ των παντελονιών του να ακουμπούν το πάνω μέρος των παπουτσιών του. |
χειροπέδεςplural noun (informal (restraints: handcuffs) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Gary held his hands behind his back and the guard put on the cuffs. Ο Γκάρυ έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και ο φρουρός του πέρασε χειροπέδες. |
δεσμάplural noun (restraints: leg cuffs) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The prisoners wore cuffs to prevent them from running away. |
βάζω χειροπέδεςtransitive verb (informal (handcuff) (σε κπ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The police cuffed the suspects and led them away. Η αστυνομία έβαλε χειροπέδες στους υπόπτους και τους πήγε αλλού. |
περιχειρίδαnoun (medical device: blood pressure cuff) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The nurse wrapped the cuff around my arm and measured my blood pressure. Η νοσοκόμα έβαλε την περιχειρίδα γύρω από τον ώμο μου και μου μέτρησε την πίεση. |
σφαλιάρα, φάπαnoun (informal (blow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uncle Jeff's playful cuff didn't hurt me at all. |
σφαλιαρίζωtransitive verb (informal (hit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George cuffed me round the ear and told me not to be so rude. |
περιχειρίδα σφυγµοµανόµετρουnoun (medical device) The nurse placed a blood pressure cuff around my arm. |
μανικετόκουμποnoun (usually plural (fastening for shirtsleeves) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It is always a challenge for me to put my right cufflink on with my left hand. Το να βάλω το δεξί μανικετόκουμπο με το αριστερό μου χέρι, είναι πάντα πρόκληση για μένα. |
γαλλική μανσέταnoun (shirtsleeve style: folded at end) French cuffs require cuff links. |
αυθόρμητοςadjective (figurative (remarks: improvised) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυθόρμηταexpression (figurative (in an improvised way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στροφικό τενόντιο πέταλοnoun (anatomy: shoulder muscles) (ανατομία, ώμος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The football player missed much of the season after he tore his rotator cuff. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuff στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cuff
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.