Τι σημαίνει το convertirse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης convertirse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convertirse στο ισπανικά.
Η λέξη convertirse στο ισπανικά σημαίνει αλλάζω θρησκεία, μεταμορφώνομαι, γίνομαι, προάγω, κάνω αλλαγή φύλου, αλλάζω γνώμη, γίνομαι, πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι, αναπτύσσομαι, γίνομαι, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, μου γίνεται συνήθεια, έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνεια, στραβώνω, μεταμορφώνομαι σε νύμφη, εξελίσσομαι, εξελίσσομαι σε, τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένος, γίνομαι, δέχομαι πυρά για κτ, υποβαθμίζομαι σε κτ, μπαίνω, γίνομαι, κομποστοποιούμαι, μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, γίνομαι, εξελίσσομαι σε κπ/κτ, μεταστρέφομαι σε κτ, μετατρέπομαι σε κτ, υφίσταμαι οπτανθρακοποίηση, γίνομαι, μεταμορφώνομαι, μετατρέπομαι σε κάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης convertirse
αλλάζω θρησκείαverbo pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de que Judy se convirtiese, la comunidad de su nueva iglesia le dio la bienvenida. Αφού άλλαξε θρησκεία η Τζούντυ, η νέα εκκλησιαστική κοινότητά της την καλωσόρισε. |
μεταμορφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nadie puede ver a la mariposa cuando se transforma porque está dentro del capullo. Κανείς δεν μπορεί να δει την πεταλούδα όταν μεταμορφώνεται γιατί είναι μέσα στο κουκούλι. |
γίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las hojas se volvieron papilla bajo mis pies. Τα φύλλα μετατράπηκαν σε πολτό κάτω από τα πόδια μας. |
προάγω(ajedrez) (ο παίκτης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El peón se transformó en reina. Το πιόνι προήχθη σε βασίλισσα. |
κάνω αλλαγή φύλου(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando las personas transgénero deciden hacerse el cambio de género, necesitan el apoyo de sus amigos y familiares. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Ese cliente se está volviendo un gran problema. Αυτός ο πελάτης εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. |
πραγματοποιούμαι, υλοποιούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπτύσσομαι(crecimiento progresivo) (από παιδί σε ενήλικα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Muchas chicas comienzan a desarrollarse a los 11 o 12 años. Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών. |
γίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Francis está intentando hacerse capitán. Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός. |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Está a punto de convertirse en la científica más joven en ganar el Premio Nobel. Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
μου γίνεται συνήθειαlocución verbal (España) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι στο προσκήνιο/στην επιφάνειαlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con aquélla actuación se convirtió en el centro de atención para la prensa. |
στραβώνω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταμορφώνομαι σε νύμφη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξελίσσομαι(γίνομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaun se ha transformado en un tenista excelente. |
εξελίσσομαι σε
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si sobrevive, un renacuajo se transformará en rana. |
τελειώνω άδοξα, εξανεμίζομαι, πάω χαμένοςlocución verbal (figurado, coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando el negocio se fue a la bancarrota, veinte años de duro trabajo se convirtieron en humo. |
γίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δέχομαι πυρά για κτexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υποβαθμίζομαι σε κτ(formal) El debate formal pronto degeneró en una competencia de gritos. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se convirtió en una persona amable y compasiva. |
γίνομαι
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) La oruga se convirtió en polilla. Η κάμπια μεταμορφώθηκε σε νυχτοπεταλούδα. |
κομποστοποιούμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las astillas de madera tardan más de un año en convertirse en abono. |
μεταμορφώνομαι σε κπ/κτ
La larva se transformó en adulto. |
περνάω, περνώ(σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A los adolescentes les puede resultar difícil convertirse en adultos. Μπορεί να είναι δύσκολο για τους έφηβους να περάσουν στην ενήλικη ζωή. |
περνάω, περνώ(από κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γίνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por desgracia, el talento no se traduce en riqueza. |
εξελίσσομαι σε κπ/κτ
|
μεταστρέφομαι σε κτ
Aunque parezca mentira, el papa Pío II alguna vez consideró convertirse al islam. Απίστευτο, ο Πάπας Πίος ο Δεύτερος κάποτε σκέφτηκε να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μωαμεθανός. |
μετατρέπομαι σε κτ
Emily se despertó de noche y vio un monstruo a los pies de su cama, pero a medida que se despertaba el monstruo se convirtió en la ropa que había tirada sobre la silla. |
υφίσταμαι οπτανθρακοποίησηlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
γίνομαι(κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella se convirtió en una excelente joven. |
μεταμορφώνομαι(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La oruga se convertirá en una mariposa. |
μετατρέπομαι σε κάτι
Este sofá se convierte en cama. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convertirse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του convertirse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.