Τι σημαίνει το conservative στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conservative στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conservative στο Αγγλικά.

Η λέξη conservative στο Αγγλικά σημαίνει συντηρητικός, συντηρητικός, των Συντηρητικών, Συντηρητικός, οι Συντηρητικοί, συντηρητικός, συντηρητικός, συντηρητικός, εξαπατάω, εξαπατώ, παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ, τρώω, απάτη, κομπίνα, μειονέκτημα, κατάδικος, κατά, πλην, μείον, συντηρητικός, αποστηθίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conservative

συντηρητικός

adjective (estimate: modest, low) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A conservative estimate of the value of this painting is $100,000.
Ένας συντηρητικός υπολογισμός της αξίας αυτού του πίνακα είναι 100.000 δολάρια.

συντηρητικός

adjective (resistant to change)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My parents are becoming more conservative as they get older.

των Συντηρητικών

adjective (of the political right)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Conservative views seem to be becoming more extreme.
Οι απόψεις των Συντηρητικών φαίνεται να γίνονται πιο ακραίες.

Συντηρητικός

noun ([sb] of the political right)

Peter is a Conservative and a supporter of capitalism.
Ο Πήτερ είναι Συντηρητικός και υπέρμαχος του καπιταλισμού.

οι Συντηρητικοί

plural noun (colloquial (British right-wing political party)

συντηρητικός

adjective (investment)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συντηρητικός

adjective (morally)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andrea was pretty, but she always wore conservative clothing.

συντηρητικός

adjective (medical treatment) (θεραπεία, αντιμετώπιση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Right now, the doctors are being conservative with Dan's cancer treatment.
Αυτή την περίοδο οι γιατροί εφαρμόζουν συντηρητική θεραπεία για τον καρκίνο του Νταν.

εξαπατάω, εξαπατώ

transitive verb (informal (trick, swindle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The suspect apparently conned a number of elderly people.
Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους.

παρασέρνω κπ να κάνει κτ, παρασύρω κπ να κάνει κτ

verbal expression (informal (trick [sb] into doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My friends conned me into going to see a musical.
Οι φίλοι μου με παρασύρανε για να πάμε να δούμε ένα μιούζικαλ.

τρώω

verbal expression (informal (swindle money from [sb]) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The criminal conned one of his victims out of ten thousand dollars.
Ο εγκληματίας απέσπασε από ένα από τα θύματά του δέκα χιλιάδες δολάρια.

απάτη, κομπίνα

noun (informal (trick, swindle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred lost two hundred dollars in a con.
Ο Φρεντ έχασε διακόσια δολάρια σε μια απάτη.

μειονέκτημα

noun (disadvantage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plan's major con is its high cost.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος.

κατάδικος

noun (informal, abbreviation (prisoner, convict)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κατά, πλην, μείον

noun (usually plural (disadvantage, point against [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Each of the options has its pros and its cons.
Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της.

συντηρητικός

adjective (UK, written, abbreviation (politics: Conservative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fred Bloggs (Con.) has been elected as the MP for this constituency.
Ο Φρεντ Μπλογκς (Συντηρητικός) έχει εκλεγεί βουλευτής σε αυτήν την εκλογική περιφέρεια.

αποστηθίζω

transitive verb (archaic (learn by heart)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conservative στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του conservative

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.