Τι σημαίνει το communicate στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης communicate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του communicate στο Αγγλικά.
Η λέξη communicate στο Αγγλικά σημαίνει επικοινωνώ, επικοινωνώ με κπ, μιλάω με κπ, μεταφέρω, μεταδίδω, δείχνω, εκφράζω, επικοινωνώ με κτ, επικοινωνώ με κτ, μεταδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης communicate
επικοινωνώintransitive verb (people: express [sth] to others) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mel just isn't good at communicating. Ο Μελ απλά δεν είναι καλός στο να επικοινωνεί. |
επικοινωνώ με κπ(be in contact with) If he's abusive to you, then you shouldn't even communicate with him. Αν σε κακοποιεί, τότε δε θα έπρεπε καν να επικοινωνείς μαζί του. |
μιλάω με κπ(speak to) As the manager of this company, I plan to communicate with Mary about her tardiness. Emails are a good way to communicate with all the staff at once. Τα ηλεκτρονικά μηνύματα είναι ένας καλός τρόπος να επικοινωνεί κανείς με όλο το προσωπικό ταυτόχρονα. |
μεταφέρω, μεταδίδωtransitive verb (send message) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sinking ship communicated an S.O.S. message to other ships in the area. Το πλοίο που βυθιζόταν απέστειλε ένα μήνυμα SOS στα άλλα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή. |
δείχνω, εκφράζωtransitive verb (convey: emotion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dogs communicate fear through their body language. |
επικοινωνώ με κτ(be connected, lead to) A system of golf cart paths allows every house to communicate with the town center. This classroom communicates with the one next door. |
επικοινωνώ με κτ(computers: be connected) The printer communicates with all of the computers in the building via wifi. Ο εκτυπωτής επικοινωνεί με όλους τους υπολογιστές του κτιρίου μέσω wifi. |
μεταδίδωtransitive verb (transmit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The disease was communicated to the nurse by the patient. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του communicate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του communicate
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.