Τι σημαίνει το causa στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης causa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του causa στο πορτογαλικά.
Η λέξη causa στο πορτογαλικά σημαίνει αιτία, λόγος, σκοπός, σκοπός, λόγος, θέμα, αντικείμενο, αιτία, τελεστής, υπόθεση, έναυσμα, κίνητρο, γιατί, επειδή, εγκαταλείπω, μη εθιστικός, που προκαλεί μούδιασμα, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια, για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτού, λόγω, εξαιτίας, εξαιτίας, λόγω αυτού, εξαιτίας αυτού, γι' αυτό, εξαιτίας, λόγω, εξαιτίας, λόγω, αίτιο και αποτέλεσμα, χαμένη υπόθεση, αμφιλεγόμενη υπόθεση, ευγενής σκοπός, πιθανή αιτία, καταχρηστική απόλυση, αιτία θανάτου, παράπτωμα που μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης, εξαιτίας, λόγω, εξαιτίας, υπογράφω αίτηση, στηρίζω, θυμωμένος για κτ, σχετικά με, για χάρη κπ, πιθανή αιτία, για, λόγω, εξαιτίας, χάρη σε, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, αισθάνομαι αγχωμένος για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης causa
αιτίαsubstantivo feminino (για κάτι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uma faísca foi a causa da explosão. Μία σπίθα ήταν η αιτία της έκρηξης. |
λόγοςsubstantivo feminino (για κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O medo foi a causa do seu grito. Τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου είναι λόγος (or: ευκαιρία) για χαρά! |
σκοπόςsubstantivo feminino (ideal) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Os estudantes estão agindo como voluntários por uma boa causa. Οι σπουδαστές δουελεύουν εθελοντικά για έναν καλό σκοπό. |
σκοπός, λόγοςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O suspeito deve mostrar que agiu por uma boa causa. Ο ύποπτος πρέπει να αποδείξει πως ενέργησε για καλό σκοπό. |
θέμα, αντικείμενοsubstantivo feminino (assunto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O casamento do casal tem sido causa de muita fofoca. |
αιτία(origem) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τελεστήςsubstantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπόθεσηsubstantivo feminino (νομικά: αγωγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A causa foi trazida perante um juiz. Η υπόθεση ήρθε ενώπιον του δικαστή. |
έναυσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A causa da guerra foi o assassinato do arquiduque. |
κίνητρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A polícia ainda está tentando entender o motivo do assassino. Η αστυνομία ακόμη προσπαθεί να διαλευκάνει το κίνητρο του δολοφόνου. |
γιατί, επειδή
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Eu me atrasei porque esqueci de ajustar o despertador. Άργησα διότι ξέχασα να ρυθμίσω το ξυπνητήρι μου. |
εγκαταλείπω(εγχείρημα, σκοπό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μη εθιστικός(que não vicia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που προκαλεί μούδιασμαlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A garotinha ficava pulando em poças, devido a isso os sapatos novos dela ficaram destruídos. Το κοριτσάκι συνέχισε να πηδά στις λακκούβες και συνεπώς (or: κατά συνέπεια) τα καινούρια της παπούτσια καταστράφηκαν. |
για αυτό το λόγο, εξαιτίας αυτούlocução adverbial (por esta razão) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λόγω, εξαιτίας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devido à sua desobediência, seus pais te castigaram. Οι γονείς σου σε τιμώρησαν εξαιτίας (or: λόγω) της ανυπακοής σου. |
εξαιτίαςlocução prepositiva (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) O piquenique está cancelado por causa da chuva. Το πικ νικ ακυρώνεται εξαιτίας της βροχής. |
λόγω αυτού, εξαιτίας αυτούlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γι' αυτόlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαιτίας, λόγωlocução conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξαιτίας, λόγωlocução conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αίτιο και αποτέλεσμαexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χαμένη υπόθεσηsubstantivo feminino (το γεγονός) |
αμφιλεγόμενη υπόθεσηsubstantivo feminino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O controle de armas tornou-se uma causa célebre. |
ευγενής σκοπός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιθανή αιτίαsubstantivo feminino (razão provável) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Χωρίς πιθανή αιτία, πολύ λιγότερο ένταλμα, η αστυνομία δεν μπορούσε να ερευνήσει το αυτοκίνητο του υπόπτου, όπου φύλαγε, ήταν βέβαιοι, αρκετά ναρκωτικά. |
καταχρηστική απόλυση(demissão injusta de emprego) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αιτία θανάτου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράπτωμα που μπορεί να αποτελέσει λόγο απόλυσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξαιτίας
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) John e Julie se atrasaram por causa do trânsito. Ο Τζον και η Τζούλι άργησαν λόγω της κίνησης. |
λόγω, εξαιτίαςlocução prepositiva (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
υπογράφω αίτηση(adicionar o nome de alguém para apoiar uma campanha) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στηρίζωexpressão verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμωμένος για κτ(καθομιλουμένη) |
σχετικά μεlocução adverbial (com referência a) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για χάρη κπlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιθανή αιτία(leis: evidência suficiente para justificar a prisão) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γιαlocução prepositiva (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) O assaltante atacou o velho por causa de alguns trocados. Ο κλέφτης επιτέθηκε στον ηλικιωμένο άντρα για μερικές λίρες. |
λόγω, εξαιτίαςlocução prepositiva (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Cheguei atrasada por causa do trânsito pesado. Άργησα λόγω (or: εξαιτίας) της πολλής κίνησης. |
χάρη σε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Graças ao meu filho que monopolizou o banheiro hoje de manhã, cheguei atrasado no trabalho. Εξαιτίας του γιου μου που έκανε κατάληψη στο μπάνιο σήμερα το πρωί άργησα στη δουλειά μου. |
τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτexpressão verbal (με κπ) |
αισθάνομαι αγχωμένος για κτexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Claire está ansiosa por causa da consulta com o dentista amanhã. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του causa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του causa
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.