Τι σημαίνει το career στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης career στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του career στο Αγγλικά.
Η λέξη career στο Αγγλικά σημαίνει επάγγελμα, σταδιοδρομία, πορεία, κινούμαι γρήγορα, υπεύθυνος επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη επαγγελματικού προσανατολισμού, ημέρα καριέρας, επαγγελματικός τομέας, γυναίκα καριέρας, επαγγελματικός στόχος, μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας, κλίμακα, ιεραρχία, καριερίστας, διαχείριση καριέρας, διαχείριση σταδιοδρομίας, αλλαγή σταδιοδρομίας, επαγγελματική κίνηση, επαγγελματικός στόχος, επαγγελματικό πλάνο, αλλαγή σταδιοδρομίας, γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέρα, από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίας, σόλο καριέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης career
επάγγελμαnoun (profession) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many children want a career as a doctor. Πολλά παιδιά θέλουν να κάνουν καριέρα ως γιατροί. |
σταδιοδρομίαnoun (progress in work) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Martin had a long career at the company. Ο Μάρτιν είχε μεγάλη καριέρα στην εταιρία. |
πορείαnoun (UK (progress generally) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ray was an "A" student throughout his school career. |
κινούμαι γρήγοραintransitive verb (move quickly) He slipped, and careered headlong into a lamp post. |
υπεύθυνος επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη επαγγελματικού προσανατολισμούnoun ([sb] giving vocational advice in schools) |
ημέρα καριέραςnoun (recruitment event) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαγγελματικός τομέαςnoun (area of work) |
γυναίκα καριέραςnoun (ambitious young woman) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Do you think that career girl will ever marry, have children and settle down to family life? |
επαγγελματικός στόχοςnoun (professional ambition or aim) |
μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέραςnoun (greatest work achievement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλίμακα, ιεραρχίαnoun (figurative (advancement in a job) (ανεβαίνω στην) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter works a lot of overtime in hopes that he can climb the career ladder quickly. |
καριερίσταςnoun (male devoted to his work) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διαχείριση καριέρας, διαχείριση σταδιοδρομίαςnoun (recruitment and training service) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αλλαγή σταδιοδρομίαςnoun (change of profession) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) After working for years as a journalist, Linda decided on a career move and went back to school. |
επαγγελματική κίνησηnoun (for professional success) If you do an MBA degree, it could be a good career move that helps you to get a promotion. |
επαγγελματικός στόχοςnoun (professional ambition, goal) |
επαγγελματικό πλάνοnoun (outline of professional goals) |
αλλαγή σταδιοδρομίαςnoun (change of trade or profession) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέραnoun (professional female) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
από άποψη καριέρας, από άποψη σταδιοδρομίαςadjective (pertaining to your profession) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σόλο καριέραnoun (work of an individual performer) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του career στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του career
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.