Τι σημαίνει το burned στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης burned στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του burned στο Αγγλικά.

Η λέξη burned στο Αγγλικά σημαίνει καμένος, καμένος, καίω, καίω, καίγομαι, έγκαυμα, έγκαυμα, κάψιμο, κάψιμο, καίγομαι, καίω, καίω, καίω, βράζω, καίγομαι, καίγομαι στην κόλαση, καίγομαι, καίω, καίω, κατατροπώνω, γράφω, καίω, καίγομαι ζωντανός, καμένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, που κάηκε εντελώς, κατακόκκινος, καίγομαι ζωντανός, καμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης burned

καμένος

adjective (damaged by fire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The massive fire left behind a whole block of burned houses.

καμένος

adjective (food: overcooked) (για φαγητό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The beef was a bit burnt but we ate it anyway.
New: Τα παϊδάκια έγιναν κάρβουνο και τελικά παραγγείλαμε πίτσα.

καίω

transitive verb (set afire) (βάζω φωτιά σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He burned the documents so nobody would ever see them.
Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας.

καίω

transitive verb (energy, calories) (ενέργεια, θερμίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let the kids run around so they burn all their energy.
Άσε τα παιδιά να τρέχουν, για να κάψουν έτσι όλη τους της ενέργεια.

καίγομαι

intransitive verb (be on fire) (είμαι στις φλόγες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The log in the fireplace will burn for three hours.
Το κούτσουρο στη φωτιά θα καίγεται για τρεις ώρες.

έγκαυμα

noun (injury)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The burn took a week to heal.
Το έγκαυμα έκανε μια εβδομάδα να γιατρευτεί.

έγκαυμα

noun (sunburn) (από έκθεση σε ήλιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He got a bad burn while lying in the sun at the pool yesterday.
Έκανε ηλιοθεραπεία χθες στην πισίνα, με αποτέλεσμα να πάθει άσχημο έγκαυμα.

κάψιμο

noun (scorched mark, area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the field, you could see the burn that the lightning had caused.

κάψιμο

noun (feel as if from fire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The burn from a cold wind can be painful.

καίγομαι

intransitive verb (undergo combustion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Charcoal will burn slowly, with no flames visible.

καίω

intransitive verb (glow, be illuminated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The lantern burned all night long.

καίω

intransitive verb (emit heat) (είμαι καυτός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hot coals continue to burn after the fire goes out.

καίω

intransitive verb (cause a stinging sensation) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His arms burned after lifting weights for an hour.

βράζω

intransitive verb (feel anger) (μτφ: είμαι θυμωμένος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was still burning about the subject two weeks later.

καίγομαι

intransitive verb (become overcooked)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Remember to take the chicken off the stove; don't let it burn this time!

καίγομαι στην κόλαση

intransitive verb (slang, figurative (be executed) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I want to see that criminal burn!

καίγομαι

intransitive verb (be sunburned)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Be careful! Don't burn on the beach, or you won't be able to go in the water.

καίω

transitive verb (combust fuel) (καταναλώνω καύσιμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The plane must have burned a thousand litres by now.

καίω

transitive verb (US, slang, figurative (make angry) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thought that John is dating his ex-girlfriend really burns him.

κατατροπώνω

transitive verb (US, slang (sports: beat, score against)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Bulls really burned the Knicks in last night's basketball game!

γράφω

transitive verb (record on CD) (σε CD)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll burn the music on a CD for you.
Θα σου γράψω ένα CD με τα τραγούδια.

καίω

transitive verb (scorch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The area was like a desert. The sun's heat had burned all the vegetation.

καίγομαι ζωντανός

adjective (killed by fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καμένος

adjective (gutted by fire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The burned-out warehouse had to be torn down and rebuilt from scratch.

κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος

adjective (figurative (person: overworked, exhausted)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I'm totally burned out - I need a vacation badly, or at least a few days off.

που κάηκε εντελώς

adjective (be incinerated, blackened)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I forgot the toast and it was burned to a crisp.

κατακόκκινος

adjective (figurative, informal (be badly sunburned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After lying on the beach all day, her face was burnt to a crisp.

καίγομαι ζωντανός

verbal expression (be killed by fire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joan of Arc was burned to death.

καμένος

adjective (destroyed by fire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The burned-down hotel is being rebuilt.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του burned στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του burned

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.