Τι σημαίνει το bench στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bench στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bench στο Αγγλικά.

Η λέξη bench στο Αγγλικά σημαίνει παγκάκι, πάγκος, πάγκος, πάγκος, έδρα, η έδρα, η έδρα, μπαγκίνα, πλατφόρμα, βάζω κτ να συμμετάσχει, βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο, βουλευτής, βουλευτικός, πάγκος άρσης βαρών, που κάνει μόνο για τον πάγκο, ένταλμα δικαστηρίου, σημάδι, ορόσημο, σημείο αναφοράς, μπροστινά έδρανα, των μπροστινών εδράνων, Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου, παγκάκι, κάθισμα πιάνου, αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bench

παγκάκι

noun (long outdoor seat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Parks often have benches for people to sit and rest.
Συχνά, στα πάρκα υπάρχουν παγκάκια για να κάθονται και να ξεκουράζονται οι άνθρωποι.

πάγκος

noun (long seat by a sports court)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The baseball team members sat on the bench in the dugout.
Οι παίκτες της ομάδας μπέιζμπολ κάθισαν στον πάγκο στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο.

πάγκος

noun (long work table) (εργασίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dad's in the garage, fixing something on his bench.
Ο μπαμπάς είναι στο γκαράζ και φτιάχνει κάτι στον πάγκο του.

πάγκος

noun (exercise apparatus in gym)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Johnny worked out on the treadmill and the bench today.
Ο Τζόνι έκανε γυμναστική στον διάδρομο και στον πάγκο σήμερα.

έδρα

noun (place in court where judge sits) (δικαστής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everyone stood as the judge entered the courtroom and took his place at the bench.

η έδρα

noun (figurative (law court: judge, magistrate)

The prosecutor asked the bench to pass the maximum sentence.

η έδρα

noun (figurative (law court: office of judge)

Judge Smith has served on the bench for 25 years.

μπαγκίνα

noun (mining: ledge) (τεχνικός όρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλατφόρμα

noun (platform at animal show) (σε καλλιστεία ζώων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Milly's terrier is on the bench now.

βάζω κτ να συμμετάσχει

transitive verb (show animal at contest) (σε καλλιστεία ζώων)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
David is going to bench his sheep this year at the fair.

βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο

transitive verb (often passive (sports: ban from playing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James was benched all season for his poor conduct.

βουλευτής

noun (UK (Parliament: junior members)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βουλευτικός

noun as adjective (UK (Parliament: junior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάγκος άρσης βαρών

noun (weight lifting)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bruce is in the gym, training on the bench press.

που κάνει μόνο για τον πάγκο

noun (figurative, informal (sport: substitute player)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elaine was ready to show that she was more than just a bench warmer.
Η Ελέιν ήταν έτοιμη να δείξει ότι δεν κάνει μόνο για τον πάγκο.

ένταλμα δικαστηρίου

(law)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημάδι

noun (mark used for surveying) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Start the measurement at the benchmark on the stone post at the edge of the field.
Ξεκίνα τη μέτρηση από το σημάδι στον πέτρινο στύλο στην άκρη του χωραφιού.

ορόσημο

noun (figurative (standard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By the end of the school year, all third-grade students will need to meet this benchmark.
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, όλοι οι μαθητές της τρίτης τάξης θα πρέπει να είναι σε αυτό το επίπεδο.

σημείο αναφοράς

noun (figurative (standard of excellence) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This restaurant is the benchmark against which I measure all other restaurants.
Αυτό το εστιατόριο είναι το σημείο αναφοράς με το οποίο συγκρίνω όλα τα υπόλοιπα.

μπροστινά έδρανα

noun (UK (parliament: senior ministers)

των μπροστινών εδράνων

noun as adjective (UK (parliament: of senior ministers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου

noun (UK, initialism (law: King's Bench)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παγκάκι

noun (long seat in park)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Two old ladies were sitting on a park bench.

κάθισμα πιάνου

noun (seat for pianist)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We both sat on the piano bench while I had my lesson.

αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής

verbal expression (judge, magistrate: serve in court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bench στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.