Τι σημαίνει το battered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης battered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battered στο Αγγλικά.

Η λέξη battered στο Αγγλικά σημαίνει ξυλοκοπημένος, ξυλοδαρμένος, χαλασμένος, παναρισμένος, μεθυσμένος, χτυπάω, χτυπώ, πανάρω, κουρκούτι, ροπαλοφόρος, χτυπάω, δέρνω, κλίση, κλίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης battered

ξυλοκοπημένος, ξυλοδαρμένος

adjective (person, spouse: physically beaten)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The battered woman sought refuge at the church.
Η κακοποιημένη γυναίκα αναζήτησε καταφύγιο στην εκκλησία.

χαλασμένος

adjective (object: worn and torn)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
That battered toy should be thrown away.
Εκείνο το χαλασμένο παιχνίδι πρέπει να πεταχτεί.

παναρισμένος

adjective (food: coated in batter)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lunch consists of battered fish fillets and garden salad.
Το μεσημεριανό αποτελείται από παναρισμένα φιλέτα ψαριού και πράσινη σαλάτα.

μεθυσμένος

adjective (figurative, UK, slang (person: drunk)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (hit repeatedly) (επίμονα, συνεχόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hail battered the cars in the parking lot.
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

πανάρω

transitive verb (cover with batter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We batter the shrimp before deep-frying them.
Πανάρουμε τις γαρίδες πριν τις τηγανίσουμε.

κουρκούτι

noun (cooking mixture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chef prepared a sweet batter to make dumplings.
Ο σεφ ετοίμασε ένα γλυκό κουρκούτι για να φτιάξει πιτάκια.

ροπαλοφόρος

noun (cricket, baseball: hitter) (μπέζμπολ)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Tina is a good batter, but she's not very good at pitching.
Η Τίνα είναι καλή ροπαλοφόρος, αλλά δεν είναι αρκετά καλή όταν ρίχνει.

χτυπάω, δέρνω

transitive verb (dated (wife: beat, hit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The woman's husband had been battering her for years before she finally sought help.
Ο σύζυγος της γυναίκας την έδερνε για χρόνια μέχρι που τελικά ζήτησε βοήθεια.

κλίση

noun (slope of wall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To calculate the price of constructing the wall, we have to consider the materials, height, batter, depth, and other factors.

κλίνω

intransitive verb (wall: slope)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wall surrounding the garden batters outward.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.