Τι σημαίνει το asistente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης asistente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του asistente στο ισπανικά.

Η λέξη asistente στο ισπανικά σημαίνει βοηθός, συμμετέχων, βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή, βοηθός, βοηθός, υπηρέτης, υπηρέτρια, βοηθός, παρευρισκόμενος, εξειδικευμένος βοηθός, καθαριστής, οικονόμος, βοηθός δασκάλου, βοηθός γραφείου, ακόλουθος, παρευρισκόμενος, υπάλληλος, βοηθός, βοηθός, υπασπιστής, ορντινάτσα, ορντινάντσα, βοηθός, παρευρισκόμενος, γραμματέας, Προσωπικός Ψηφιακός Οδηγός, κοινωνικός λειτουργός, βοηθός δικηγόρου, θεατής, σύνεδρος, μασκαράς, αεροσυνοδός, βοηθός αγορών, βοηθός σκηνοθέτη, βοηθός αρχισυντάκτη, βοηθός εργαστηρίου, βοηθός εργαστηρίου, παραϊατρικός υπάλληλος, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός λειτουργός, γραμματέας, κοινωνικός λειτουργός, υπάλληλος, βοηθός οδοντιάτρου, βοηθός οδοντιάντρου, δικαστικός υπάλληλος, βοηθός παραγωγής, υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεων, βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή, μαθητεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βοηθός ηλεκτρολόγου, μεταφορέας, φροντιστής, φροντίστρια, επισκέπτης υγείας, επισκέπτρια υγείας, φροντιστής κατ' οίκον, φροντίστρια κατ' οίκον, που πηγαίνει σε συναυλίες, ελεοδότης, ελεοδότρια, βοηθός, βοηθός, οδηγός, βοηθός δημοσίων σχέσεων, μακινίστας, καμαρότος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης asistente

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La nueva asistente del investigador privado parece que oculta algo.
Η νέα βοηθός του ιδιωτικού ντετέκτιβ μοιάζει σαν να κρύβει κάτι.

συμμετέχων

nombre masculino

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Se anima a los asistentes a usar el transporte público.
Οι συμμετέχοντες παρακινούνται να χρησιμοποιούν τις δημόσιες συγκοινωνίες.

βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή

nombre común en cuanto al género

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasé un año trabajando de asistente de inglés en una escuela francesa.
Για ένα χρόνο δούλεψα ως βοηθός καθηγητή Αγγλικών σε ένα γαλλικό σχολείο.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La hija de Daria hizo de ayudante en la elaboración de la tarta.
Η κόρη της Ντάρια ήταν η βοηθός της στο ψήσιμο της τούρτας.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El redactor adjunto trabaja directamente con el redactor jefe.
Ο αναπληρωτής εργάζεται απευθείας με τον επικεφαλής εκδότη.

υπηρέτης, υπηρέτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Los asistentes de la reina la ayudaron a vestirse.
Οι ακόλουθοι της βασίλισσας τη βοήθησαν να ντυθεί.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un asistente del gobierno contestó las preguntas de los medios.
Ένας βοηθός του κυβερνήτη απάντησε στις ερωτήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης.

παρευρισκόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
El alcalde agradeció a los 11 asistentes haber venido con tan poca anticipación.

εξειδικευμένος βοηθός

nombre común en cuanto al género

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθαριστής, οικονόμος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βοηθός δασκάλου

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La asistente nos ayudaba a aclarar las dudas sobre gramática; pero sobre todo, nos enseñaba expresiones idiomáticas muy interesantes.

βοηθός γραφείου

(mujer)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακόλουθος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una persona de alto rango debe tener varios asistentes.

παρευρισκόμενος

nombre común en cuanto al género

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Robert es un asistente regular a las reuniones semanales.
Ο Ρόμπερτ είναι συχνός συμμετέχων στα εβδομαδιαία μίτινγκ.

υπάλληλος

(AmL)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El asistente del Congreso hizo algunas tareas para el senador.

βοηθός

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Tenemos mucho trabajo. Tendremos que contratar un asistente (or: ayudante).

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El hospital ahora emplea a varios auxiliares para realizar algunas de las tareas de las enfermeras.

υπασπιστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ορντινάτσα, ορντινάντσα

(υπηρέτης Βρετανού αξιωματικού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El ordenanza enviaba los mensajes del General a sus hombres.

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fui ayudante voluntario para gente anciana en sus hogares.

παρευρισκόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
El público presente esperó ansioso a que la banda de rock saliera al escenario.
Οι παρευρισκόμενοι περίμεναν με ανυπομονησία να εμφανιστεί στη σκηνή το ροκ συγκρότημα.

γραμματέας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Fiona le pidió a su secretario que pasase a ordenador las notas de la reunión.
Η Φιόνα ζήτησε από τη γραμματέα της να δακτυλογραφήσει τις σημειώσεις της από τη συνάντηση.

Προσωπικός Ψηφιακός Οδηγός

(sigla en inglés) (κινητή συσκευή)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un asistente social visitaba a la familia Hampton para ver cómo está su hijo adoptado.

βοηθός δικηγόρου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θεατής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύνεδρος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μασκαράς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αεροσυνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
La asistente de vuelo mostró cómo usar la máscara de oxígeno.
Ο αεροσυνοδός έδειξε πώς γίνεται χρήση της μάσκας οξυγόνου.

βοηθός αγορών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Kylie trabaja como asistente de compras en una megatienda.

βοηθός σκηνοθέτη

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βοηθός αρχισυντάκτη

locución nominal común en cuanto al género

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βοηθός εργαστηρίου

(συντόμευση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una vez trabajé como asistente de laboratorio en el departamento de bioquímica de la universidad.

βοηθός εργαστηρίου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παραϊατρικός υπάλληλος

locución nominal común en cuanto al género

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La A Te Ese ayudó al médico a preparar la escayola.

κοινωνικός λειτουργός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Las trabajadores sociales visitan a las familias cuando sospechan que los niños pueden estar en riesgo.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο.

κοινωνικός λειτουργός

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Algunos asistentes sociales visitan a ancianos que viven solos.

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una trabajadora social visita la casa de Rita todas las mañanas para ayudarla a bañarse y vestirse.

γραμματέας

nombre ambiguo en cuanto al género (formal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La abogada solicitó un asistente personal para su nuevo estudio.

κοινωνικός λειτουργός

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La asistente social entrevistó a la familia para saber qué tipo de ayuda necesitaban.

υπάλληλος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Hay cinco asistentes administrativos para cada departamento de la compañía.

βοηθός οδοντιάτρου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Hay 3 asistentes de dentista en el consultorio del 3er piso.

βοηθός οδοντιάντρου

nombre común en cuanto al género (AR)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Comenzó a trabajar como asistente de dentista en un consultorio odontológico.

δικαστικός υπάλληλος

nombre masculino

βοηθός παραγωγής

(TV, cine) (ΤV, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεων

(άτομο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

βοηθός δασκάλου, βοηθός καθηγητή

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μαθητεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal común en cuanto al género

βοηθός ηλεκτρολόγου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μεταφορέας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los trabajadores de mudanzas bajaron las cajas por la escalera.

φροντιστής, φροντίστρια

(salud)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
María trabaja como auxiliar sanitaria en un geriátrico.

επισκέπτης υγείας, επισκέπτρια υγείας

φροντιστής κατ' οίκον, φροντίστρια κατ' οίκον

που πηγαίνει σε συναυλίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελεοδότης, ελεοδότρια

(παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

βοηθός

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El asistente personal de Nancy le pasó una llamada a su teléfono móvil.

βοηθός, οδηγός

(informática) (Η/Υ: π.χ. εγκατάστασης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Rachel utilizó un asistente de instalación para instalar el nuevo software.
Η Ρέιτσελ χρησιμοποίησε έναν βοηθό (or: οδηγό) για να εγκαταστήσει το νέο λογισμικό.

βοηθός δημοσίων σχέσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El asistente personal de la organización publicó un artículo sobre sus donaciones a caridad.

μακινίστας

(voz inglesa)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El director estaba enojado porque los asistentes de grip tardaron mucho en ajustar las luces.

καμαρότος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του asistente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.