Τι σημαίνει το asegurado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης asegurado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του asegurado στο ισπανικά.

Η λέξη asegurado στο ισπανικά σημαίνει ασφαλισμένος, ασφαλισμένος, ασφαλισμένος, ο ασφαλισμένος, εγγυημένος, που έχει ασφάλεια, σίγουρος, βέβαιος, γερό κράτημα, ασφαλισμένος, ασφαλισμένος, ασφαλισμένος, ασφαλισμένος, στερεωμένος, κλειδώνω, κλείδωμα, ασφαλίζω, στερεώνω, ασφαλίζω, δίνω εγγυήσεις για κτ, εξασφαλίζω, διεκδικώ, ασφαλίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, αντισταθμίζω, διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω, σφηνώνω, εξασφαλίζω, μου εξασφαλίζει, υπογράφω, ασφαλίζω, σφίγγω, καλύπτω, στηρίζω, υποστηρίζω, δένω, διακηρύσσω, διακηρύττω, διασφαλίζω, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, ασφαλίζω, εγγυώμαι, καρφώνω, κλείνω, στερεώνω με ίγγλα, ισχυρίζομαι ότι/πως, στερεώνω, ασφαλίζω, ανασφάλιστος, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, με σίγουρη επιτυχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης asegurado

ασφαλισμένος

adjetivo (persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Cuando sucedió el accidente no estaba asegurado.
Όταν έγινε το ατύχημα δεν ήμουν ασφαλισμένος.

ασφαλισμένος

adjetivo (objeto)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Las pinturas de la colección están todas aseguradas.
Οι πίνακες της συλλογής δεν είναι όλοι ασφαλισμένοι.

ασφαλισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El asegurado presentó una reclamación al seguro después del accidente de coche.

ο ασφαλισμένος

nombre masculino, nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El asegurado tiene derecho a apelar.

εγγυημένος

(σίγουρος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si sigues la regla de oro, tienes el éxito garantizado.

που έχει ασφάλεια

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te preocupes si lastimas al señor Smith: está asegurado.

σίγουρος, βέβαιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con sus cinco goles, el equipo ya tiene la victoria asegurada.

γερό κράτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El jefe del ejército tenía asegurado (or: afianzado) el poder en la región.

ασφαλισμένος

nombre masculino, nombre femenino

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ασφαλισμένος

nombre masculino, nombre femenino

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El asegurado será responsable de archivar los documentos adecuados.

ασφαλισμένος

nombre masculino, nombre femenino

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bajo esta póliza, el asegurado recibirá un importe de $15 000.

ασφαλισμένος, στερεωμένος

(στέρεος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La soga del montañero estaba segura.
Το σχοινί του ορειβάτη ήταν πολύ καλά ασφαλισμένο (or: στερεωμένο).

κλειδώνω

(tener asegurado, especialmente personas) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los Yankees de Nueva York tienen el campeonato en el bolsillo.
Οι New York Yankees κλείδωσαν το πρωτάθλημα.

κλείδωμα

(con llave)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασφαλίζω

verbo transitivo (το αυτοκίνητο, το σπίτι κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pedro aseguró su vida, su salud y su auto bajo el mismo plan.

στερεώνω, ασφαλίζω

verbo transitivo (objeto: fijar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω εγγυήσεις για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías evitar tomar café durante la tarde para asegurar una buena noche de sueño.

διεκδικώ

verbo transitivo (την κυριότητα ενός πράγματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασφαλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισχυρίζομαι, διατείνομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger asegura haber visto extraterrestres.
Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους.

αντισταθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian aseguró sus inversiones para mantener a salvo su fondo jubilatorio.
Ο Μπράιαν αντιστάθμισε τις επενδύσεις του για να διατηρήσει ασφαλές το συνταξιοδοτικό του κονδύλιο.

διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yo he hecho todo el trabajo, te lo aseguro.

σφηνώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aseguró la caja en la parte trasera de la camioneta.
Σφήνωσε το κουτί στο πίσω μέρος του φορτηγού.

εξασφαλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo ha asegurado su lugar en la liga superior.

μου εξασφαλίζει

verbo transitivo

Su buena entrevista le aseguró el puesto.
Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά.

υπογράφω

verbo transitivo (AmL) (μτφ: κπ/κτ εγγυάται κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασφαλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aseguraron una cantidad que se triplicará en caso de muerte durante un viaje de negocios.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tornillo se había desatornillado, así que Paul lo reforzó.
Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε.

καλύπτω

(με ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me temo que ninguna compañía de seguros está preparada para cubrir nuestra expedición.
Φοβάμαι ότι καμία ασφαλιστική εταιρία δεν είναι σε θέση να καλύψει την αποστολή μας.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(με σχοινί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακηρύσσω, διακηρύττω

(κοινοποιώ επίσημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο κατηγορούμενος διατείνεται πως είναι αθώος.

διασφαλίζω, εξασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El contrato garantiza la condonación de la deuda en caso de muerte.
Το συμβόλαιο διασφαλίζει τη διαγραφή του χρέους σε περίπτωση θανάτου.

ασφαλίζω, ασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La granjera cerró la cancela tras ella.
Η αγρότισσα ασφάλισε την πόρτα πίσω της.

εγγυώμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nueva ley garantiza comidas escolares gratuitas para todos los niños de menos de cinco años.
Ο νέος νόμος εγγυάται δωρεάν σχολικά γεύματα για όλα τα παιδιά κάτω των πέντε.

καρφώνω

(con estacas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy sujetó la carpa al suelo.
Η Γουέντυ στερέωσε τη σκηνή στο έδαφος με πασσάλους.

κλείνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esperamos poder cerrar el trato esta tarde.

στερεώνω με ίγγλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισχυρίζομαι ότι/πως

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prudence aseguraba (or: afirmaba) ser la mejor cantante de su familia.

στερεώνω, ασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, asegura bien los esquís en el portaequipajes.
Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής.

ανασφάλιστος

(χωρίς ασφάλιση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων

(νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με σίγουρη επιτυχία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του asegurado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.