Τι σημαίνει το arriscar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης arriscar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arriscar στο πορτογαλικά.
Η λέξη arriscar στο πορτογαλικά σημαίνει επιχειρώ, αποτολμώ, ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, φλερτάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, διακινδυνεύω κτ για κπ, ρισκάρω κτ για κπ, επιχειρώ, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, ρισκάρω, διακινδυνεύω, διακινδυνεύω, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω, τολμώ να πω, θέτω σε κίνδυνο, υποθηκεύω, ρισκάρω, τολμώ, στοιχηματίζω, διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, δοκιμάζω, επιχειρώ, διακινδυνεύω, ρισκάρω, ρισκάρω, τολμώ, διακινδυνεύω, ρισκάρω, τολμώ να κάνω κτ, στοιχηματίζω, διακινδυνεύω, ρισκάρω, παίρνω το ρίσκο, ρισκάρω, διατρέχω, αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασία, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι, τολμώ να μαντέψω, παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματα, παίρνω το ρίσκο, τολμώ να πω, τολμώ να βγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης arriscar
επιχειρώ, αποτολμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O estudante ficou em silêncio, tímido demais para arriscar uma resposta. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος είπε στο ηλικιωμένο άντρα: Αν έπρεπε να ρισκάρω μια πρόβλεψη, θα έλεγα ότι δεν είστε ούτε μια ημέρα πάνω από 65 χρονών. |
ρισκάρω, ριψοκινδυνεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu arrisquei todo o meu dinheiro no cassino. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Διακινδύνεψε τη ζωή του στη θάλασσα, προσπαθώντας να σώσει τον άγνωστο. |
φλερτάρωverbo transitivo (μτφ: με έναν κίνδυνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu arrisquei a falência com aquele último acordo. Κόντεψα να χρεοκοπήσω με την τελευταία συμφωνία. |
διακινδυνεύω, ρισκάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο πολιτικός ρίσκαρε την καριέρα του κάνοντας σχέση. |
διακινδυνεύω, ρισκάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακινδυνεύω κτ για κπ, ρισκάρω κτ για κπverbo transitivo |
επιχειρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O dublê arriscou uma tentativa de pular de motocicleta sobre três ônibus. Ο κασκαντέρ επιχείρησε να πηδήξει πάνω από τρία λεωφορεία με μια μοτοσικλέτα. |
έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια(να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ele não pode arriscar que ela fale mal dele. Δεν τον παίρνει να την αφήνει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν. |
ρισκάρω(figurativo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hughes acusou o governo de seguir os banqueiros e arriscar o futuro da população. Ο Χιου κατηγόρησε την κυβέρνηση πως άφησε τους τραπεζίτες να παίξουν με το μέλλον του κόσμου. |
διακινδυνεύωverbo transitivo (να κάνω κτ, να γίνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu preciso sair mais cedo. Não posso arriscar de perder o avião. |
διακινδυνεύωverbo transitivo (expor a um risco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O empresário arriscou sua casa como capital para seu projeto. Lara arriscou sua vida para ajudar as pessoas infectadas pelo vírus. |
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω(colocar algo em perigo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen arriscou sua carreira para ajudar um amigo. Η Κάρεν έθεσε σε κίνδυνο την καριέρα της για να βοηθήσει έναν φίλο. |
τολμώ να πωverbo transitivo (adivinhação) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O colega de Mary arriscou que sua evidente felicidade era por causa de um novo amor na vida dela. Ο συνάδελφος της Μαίρης μάντεψε ότι η προφανής ευτυχία της οφειλόταν σε μια καινούρια αγάπη στην ζωή της. |
θέτω σε κίνδυνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O decreto pôs em risco os nossos planos de desenvolver a propriedade. |
υποθηκεύωverbo transitivo (figurado: futuro) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben arriscou seu futuro para ajudar seu amigo. |
ρισκάρω, τολμώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela apostou nele, promovendo-o apesar da sua falta de experiência. Ρίσκαρε δίνοντάς του προαγωγή παρά την ελλειπή εμπειρία του. |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rita apostou dez dólares num cavalo na corrida. Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες. |
διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A conexão do líder com um defraudador o comprometeu. |
δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου; |
δοκιμάζω, επιχειρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακινδυνεύω, ρισκάρω(arriscar a vida de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Διακινδυνεύει την ίδια του τη ζωή οδηγώντας τόσο απερίσκεπτα. |
ρισκάρω, τολμώ(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sim, é possível que eu não vou vencer, mas vou tentar a sorte. Ναι, είναι πιθανό να μην κερδίσω, αλλά θα το ρισκάρω. |
διακινδυνεύω, ρισκάρω(colocar em risco a segurança de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η επιτυχία του έργου διακινδυνεύτηκε από την πρόσφατη οικονομική ύφεση. |
τολμώ να κάνω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois de meses gostando dela, James finalmente se arriscou a convidar Miranda para sair. |
στοιχηματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διακινδυνεύωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você está arriscando sua vida ao dirigir nessa velocidade. Ρισκάρεις τη ζωή σου οδηγώντας με τέτοια ταχύτητα. |
ρισκάρωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Δεν μπορούσα να βρω κάποιον άλλο εμφανή τρόπο διεξόδου κι έτσι ρίσκαρα και πήδηξα. Μην το ρισκάρεις. Πάρε λογικές προφυλάξεις. |
παίρνω το ρίσκο(correr o risco) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρισκάρωverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διατρέχω(pôr-se em risco) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não queremos correr o risco de sermos processados. |
αποτολμώ μια εικασία, ρισκάρω μια εικασίαexpressão verbal (λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούςexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στηρίζω όλες μου τις ελπίδες σε κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τολμώ να μαντέψωexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω τη ζωή μου κορώνα - γράμματαexpressão verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω το ρίσκο(jogar, assumir risco potencial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τολμώ να πωverbo transitivo (κάτι ή ότι/πως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τολμώ να βγωverbo pronominal/reflexivo (ousar sair) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Samantha se aventurou a sair apesar da chuva. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arriscar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του arriscar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.