Τι σημαίνει το aimant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aimant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aimant στο Γαλλικά.
Η λέξη aimant στο Γαλλικά σημαίνει μαγνήτης, μαγνήτης, πόλος έλξης, αγαπημένος, τρυφερός, φανατικός, μαγνήτης, μου αρέσει, μου αρέσει, αγαπάω, αγαπώ, μου αρέσει, μ' αρέσει, αγαπάω, αγαπώ, αγαπάω, αγαπώ, εγκρίνω, απολαμβάνω, λατρεύω, που του αρέσει κτ, το ΟΚ, λατρεύω, γουστάρω, κάνω Like, θα ήθελα, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, νοιάζομαι για κπ/κτ, μου αρέσει να κάνω κτ, απολαμβάνω, αγαπάω, θα ήθελα, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, λατρεύω, εκτιμώ, ηλεκτρομαγνήτης, ζεστό σπίτι, οδηγός οχήματος ανώμαλου εδάφους, μαγνητική ράβδος, γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aimant
μαγνήτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le physicien a démontré comment un aimant pouvait être utilisé pour produire de l'électricité. |
μαγνήτης(figuré : personne) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ben est un aimant pour les gens désespérés. |
πόλος έλξηςnom masculin (figuré) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La ville est un aimant pour les gens qui désirent trouver de nouvelles opportunités. |
αγαπημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Matt avait une famille aimante et ça a donc été une surprise de le voir fuguer. Ο Ματ είχε μια αγαπημένη οικογένεια και γι' αυτό είναι πολύ περίεργο που το έσκασε. |
τρυφερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Zoe a donné un tendre baiser à son copain. Η Ζωή έδωσε στο φίλο της ένα τρυφερό φιλί. |
φανατικός(femme, mari) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαγνήτηςnom masculin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μου αρέσειverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il aime beaucoup la cuisine chinoise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι λάτρης της παραδοσιακής κουζίνας! |
μου αρέσει
Elle aime vraiment le cyclisme, alors offrons-lui un nouveau vélo. Τρελαίνεται για την ποδηλασία, γι' αυτό ας της πάρουμε ένα καινούργιο ποδήλατο. |
αγαπάω, αγαπώverbe transitif (sentiment d'affection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien sûr que j'aime ma mère. Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbe transitif (nourriture, activité,...) Vous aimez la pizza ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα. |
αγαπάω, αγαπώverbe transitif (sentiment romantique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est évident qu'elle aime son petit ami, ça se lit sur son visage. Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της. |
αγαπάω, αγαπώ(avoir une profonde affection) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle aime trop. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis désolé, mais je n'approuve pas cette attitude. Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πάντα μου αρέσουν τα καλά βιβλία. |
λατρεύω(amour fraternel, entre amis...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που του αρέσει κτ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aimes-tu les comédies romantiques ? Personnellement, je ne suis pas fan. Σου αρέσουν οι ρομαντικές κομεντί; Εγώ δεν είμαι φαν. |
το ΟΚ(un plan) (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le business plan a été approuvé par le directeur de la société. Ο διευθυντής της εταιρείας έδωσε το πράσινο φως για το επιχειρηματικό σχέδιο. |
λατρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pasteur chérit son épouse. Ο πάστορας υπεραγαπούσε τη σύζυγό του. |
γουστάρω(familier, jeune) (αργκό: μου αρέσει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je kiffe trop le disco. |
κάνω Like(Internet, anglicisme, familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai souhaité un bon anniversaire à Danny et il a liké mon post. |
θα ήθελαverbe transitif (au conditionnel présent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon mari et moi aimerions (or: souhaiterions) vous remercier pour votre aide. |
απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νοιάζομαι για κπ/κτverbe transitif J'adore les chiens : ils me tiennent compagnie quand je suis seule. |
μου αρέσει να κάνω κτverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants de Simon adorent visiter le zoo. Στα παιδιά του Σάιμον αρέσει να επισκέπτονται τον ζωολογικό κήπο. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a aimé prendre sa revanche sur le type qui lui avait fait perdre son emploi. Ο Έιντριαν ευχαριστήθηκε όταν εκδικήθηκε τον τύπο εξαιτίας του οποίου έχασε τη δουλειά του. |
αγαπάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'aime (or: j'adore) le basket. Λατρεύω το μπάσκετ. |
θα ήθελαverbe transitif (au conditionnel) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je voudrais (or: j'aimerais) une tasse de café, s'il vous plaît. Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ. |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor est un sadique : il prend plaisir à voir souffrir les autres. |
λατρεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam chérit (or: aime) Charlotte alors il l'a demandée en mariage. Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί. |
εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien qu'ils ne soient plus ensemble, Sarah tient toujours à son ex-mari en tant qu'ami. |
ηλεκτρομαγνήτηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζεστό σπίτιnom masculin (μεταφορικά) |
οδηγός οχήματος ανώμαλου εδάφους
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μαγνητική ράβδοςnom masculin |
γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες(très familier, péjoratif) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aimant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του aimant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.