Τι σημαίνει το ação στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ação στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ação στο πορτογαλικά.

Η λέξη ação στο πορτογαλικά σημαίνει δράση, πράξη, δράση, πάμε, κίνηση, πλοκή, υπόθεση, μετοχή, πράξη, δυνατότητα να κάνω κάτι, μετοχή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πράξη, ενέργεια, μέτρο, δύναμη, ενέργεια, δράσης, εργατική κινητοποίηση, κίνηση ισχύος, επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια, ανύψωση, σκοτωμός, εν δράσει, γεμάτος δράση, ταχείας δράσης, με τριπλή δράση, σε ετοιμότητα, Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών, παράλληλη δράση, αντίδραση, περιπέτεια, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, φτηνή μετοχή, δράση και αντίδραση, καταφατική πράξη, μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα, συντονισμένες κινήσεις, διαδικασία,σειρά ενεργειών, εγκληματική ενέργεια, νομική διαδικασία, άνθρωπος των πράξεων, σχέδιο δράσης, προληπτικό μέτρο, συνεχής δραστηριότητα, συνεχής δραστηριότητα, συνεργασία, συλλογική, ομαδική αγωγή, καλή πράξη, Ημέρα των Ευχαριστιών, σούπερ ήρωας, σχέδιο δράσης, μετοχικό κεφάλαιο, κοινή στρατηγική, διορθωτική κίνηση, δόλια μεταβίβαση κυριότητας, περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες, κλιμάκωση της δράσης, παρατεταμένη αποδέσμευση, εθελοντική εργασία, εθελοντική εργασία, EPS, μετοχικός τίτλος, PAC, κάνω καλή πράξη, παραιτούμαι δικαιώματος, κινώ διαδικασίες, εν δράσει, δικαιοδοσία, αντακλαστική αντίδραση, συνεχής προσπάθεια, η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη, ευχαριστία, μεταστροφή, Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών, των Ευχαριστιών, στη σκηνή, βραδείας δράσης, περόνιασμα, αγωγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ação

δράση, πράξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele pulou da cadeira e partiu para a ação.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση.

δράση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ação para lidar com o racismo é muito importante.
Οι ενέργειες για την αντιμετώπιση του ρατσισμού είναι πολύ σημαντικές.

πάμε

substantivo feminino (comando de diretor de cinema)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O andar de vendas está incrivelmente ocupado hoje - há muito movimento.
Το τμήμα πωλήσεων έχει πολύ δουλειά σήμερα, υπάρχει πολλή κίνηση.

πλοκή, υπόθεση

substantivo feminino (μυθιστόρημα κλπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A trama da novela estende-se por mais de duas décadas.
Η πλοκή (or: υπόθεση) του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε δύο δεκαετίες.

μετοχή

(economia: parcela numa empresa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A companhia emitirá ações e deixará de ser uma empresa particular.
Η εταιρεία θα εκδώσει μετοχές και θα πάψει να είναι ιδιωτική.

πράξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυνατότητα να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As regras fechadas fizeram Sarah sentir como se ela não tivesse nenhuma ação própria.
Οι αυστηροί κανόνες έκαναν τη Σάρα να αισθάνεται σα να μην είχε καμία αυτενέργεια δική της.

μετοχή

substantivo feminino (finanças)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cada empregado tem ações na empresa.
Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

substantivo feminino

πράξη, ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os atos de Adam naquele dia salvaram a vida do irmão dele.
Οι ενέργειες του Άνταμ εκείνη την ημέρα έσωσαν τη ζωή του αδερφού του.

μέτρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Essa medida é necessária para garantir a segurança de todos os empregados.
Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια όλων των εργαζομένων.

δύναμη

substantivo feminino (física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A força (or: ação) do vento fez a bola cair na lateral.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A ação judicial contra a companhia causou sua falência.
Οι ενέργειες του δικηγόρου κατά της εταιρείας προκάλεσαν την πτώχευσή της.

δράσης

locução adjetiva (γενική ως προσδιορισμός)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

εργατική κινητοποίηση

κίνηση ισχύος

(manobra para tomar o controle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια

ανύψωση

(figurado, BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A escadinha de Ken fez o sofá atravessar a porta.
Η σπρωξιά του Κεν έστειλε τον καναπέ μέσα από την πόρτα.

σκοτωμός

(ενέργεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vimos leões caçando e até testemunhamos uma matança quando eles atacaram um búfalo.

εν δράσει

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γεμάτος δράση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταχείας δράσης

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τριπλή δράση

locução adjetiva (eficiente de três maneiras)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε ετοιμότητα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών

interjeição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Χαρούμενη Ημέρα των Ευχαριστιών! Μη φας πολλή γαλοπούλα!

παράλληλη δράση

(θέατρο)

αντίδραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιπέτεια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φτηνή μετοχή

(καθομιλουμένη)

δράση και αντίδραση

expressão (física)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταφατική πράξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συντονισμένες κινήσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία με συντονισμένες κινήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξάπλωση της σύρραξης.

διαδικασία,σειρά ενεργειών

(procedimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκληματική ενέργεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νομική διαδικασία

(procedimento judicial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άνθρωπος των πράξεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέδιο δράσης

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προληπτικό μέτρο

(ação tomada para prevenir algo)

συνεχής δραστηριότητα

(atividade continuada ou prolongada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεχής δραστηριότητα

(atividade continuada ou prolongada)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεργασία

(cooperação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συλλογική, ομαδική αγωγή

(ação movida por um grupo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή πράξη

substantivo feminino (ato de caridade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ημέρα των Ευχαριστιών

substantivo masculino (EUA, festa em novembro)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σούπερ ήρωας

σχέδιο δράσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μετοχικό κεφάλαιο

(ativos de uma firma usados para levantar fundos)

κοινή στρατηγική

(estratégia de cooperação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διορθωτική κίνηση

(μεταφορικά)

δόλια μεταβίβαση κυριότητας

(jurid.) (νομική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περαιτέρω δράση, περαιτέρω ενέργειες

substantivo feminino (medidas adicionais)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλιμάκωση της δράσης

(parte de estrutura narrativa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατεταμένη αποδέσμευση

(efeito gradual) (φάρμακα)

εθελοντική εργασία

(emprego não pago por uma causa)

εθελοντική εργασία

(emprego não pago por uma causa)

EPS

(sigla: finança)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μετοχικός τίτλος

PAC

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω καλή πράξη

expressão (κάνω κάτι καλό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραιτούμαι δικαιώματος

expressão verbal (desistir do direito a algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινώ διαδικασίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εν δράσει

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαιοδοσία

(autoridade para agir)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντακλαστική αντίδραση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεχής προσπάθεια

(esforço físico prolongado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η καναδική αργία της δεύτερης Δευτέρας του Οκτώβρη

substantivo masculino (Καναδάς)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ευχαριστία

substantivo feminino (προς τον Θεό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O padre conduziu a congregação na Ação de Graças.

μεταστροφή

expressão verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ημέρα των Ευχαριστιών, Γιορτή των Ευχαριστιών

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Nós vamos sair mais cedo para o dia de Ação de Graças com a minha irmã.

των Ευχαριστιών

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós começamos o jantar de Ação de Graças mais ou menos às 2 da tarde.

στη σκηνή

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

βραδείας δράσης

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

περόνιασμα

(άνεμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você pode mesmo sentir a ação cortante do vento no inverno.
Τον χειμώνα, μπορείς, πραγματικά, να νιώσεις τον άνεμο να σε περονιάζει.

αγωγή

(νομική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η εταιρεία έκανε αγωγή στον ανταγωνιστή της για την παραβίαση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ação στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.