Τι σημαίνει το wishing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης wishing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wishing στο Αγγλικά.
Η λέξη wishing στο Αγγλικά σημαίνει εύχομαι, εύχομαι, εύχομαι, επιθυμία, ευχή, ευχή, κάνω μια ευχή σε κτ, εύχομαι κτ σε κπ, εύχομαι κτ σε κπ, εύχομαι κτ σε κπ/κτ, αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτ, σκέφτομαι το μέλλον, επιθυμώ, θέλω, όσο συχνά θέλεις, όπως επιθυμείς, όπως θέλεις, Πρόσεχε τι εύχεσαι., επιθυμία να πεθάνω, τελευταία επιθυμία, πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου, ικανοποιώ την επιθυμία, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, μανία θανάτου, μακάρι να, πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχη, αν θέλεις, όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετεί, εκπλήρωση των επιθυμιών, πραγματοποίηση των ονείρων, Μακάρι να ήσουν εδώ., λίστα επιθυμιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης wishing
εύχομαιtransitive verb (desire: difficult) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish complete happiness for my children. Εύχομαι στα παιδιά μου απόλυτη ευτυχία. |
εύχομαιtransitive verb (desire: simple) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish he would stop talking. Μακάρι να σταματούσε να μιλάει! |
εύχομαιtransitive verb (desire: fantasy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish I were a princess. Μακάρι να ήμουν πριγκίπισσα! |
επιθυμίαnoun (object of desire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her greatest wish is to be able to visit Paris someday. Το όνειρό του είναι να πάει κάποτε στο Παρίσι. |
ευχήnoun (miracle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The genie grants you three wishes. Το τζίνι σου δίνει τρεις ευχές. |
ευχήnoun (hope, kind sentiment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Take my good wishes with you to the exam. |
κάνω μια ευχή σε κτ(use [sth] as magic charm) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Audrey looked up at the night sky and wished upon a star for all her dreams to come true. |
εύχομαι κτ σε κπtransitive verb (say, bid) He wished them all goodnight and went to bed. Ευχήθηκε σε όλους καλη νύχτα και πήγε να ξαπλώσει. |
εύχομαι κτ σε κπtransitive verb (hope [sth] for [sb]) The teacher wished all her students good luck for their exam. I wish you well. |
εύχομαι κτ σε κπ/κτ(want [sb] else to have) Gout is very unpleasant; I wouldn't wish it on anyone. |
αναμένω μαγικά να εξαφανιστεί κτphrasal verb, transitive, separable (problem: expect to disappear) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι το μέλλονphrasal verb, transitive, separable (spend time waiting for future) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't wish away your time here; enjoy where you are now. |
επιθυμώ, θέλωphrasal verb, transitive, inseparable (desire, long to have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I've always wished for a better life for my family. Πάντα επιθυμούσα (or: ήθελα) μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά μου. |
όσο συχνά θέλειςadverb (whenever you want) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Feel free to stop by my office as often as you wish. |
όπως επιθυμείς, όπως θέλειςadverb (certainly, of course) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We will be sure to arrange everything as you wish. |
Πρόσεχε τι εύχεσαι.verbal expression ([sth] desirable may have drawbacks) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιθυμία να πεθάνωnoun (psychiatry: desire to die) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alex's behaviour is symptomatic of a death wish. |
τελευταία επιθυμίαnoun (final request before death) (ετοιμοθάνατου) Simon's dying wish was to give all his money to charity. |
πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιουverbal expression (fulfil [sb]'s dream) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cinderella's fairy godmother granted her wish to go to the royal ball. |
ικανοποιώ την επιθυμίαverbal expression (fulfil [sb]'s request) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Picasso granted Quinn's wish to photograph the artist at work. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυναverbal expression (informal (behave in a reckless way) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He drives that car as though he has a death wish. |
μανία θανάτουverbal expression (psychiatry: wish for death) (ψυχιατρική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A psychiatrist diagnosed James as having a death wish. |
μακάρι ναexpression (informal (if only) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wish that we could talk about what's been bothering you. Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί. |
πολύ θα' θελα, που τέτοια τύχηinterjection (informal (unfortunately not) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Did I win the lottery? I wish! Αν κέρδισα το λαχείο; Πού τέτοια τύχη; |
αν θέλειςadverb (as you please, it's your choice) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We can always postpone the meet-up for another time, if you wish - it's up to you. |
όποτε θέλεις, όποτε σε εξυπηρετείadverb (at a time that suits you) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We can meet up for coffee whenever you wish; I am free all day. |
εκπλήρωση των επιθυμιώνnoun (gratification of desires) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πραγματοποίηση των ονείρωνnoun (fulfilling desires in dreams, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Μακάρι να ήσουν εδώ.expression (written (message written on a postcard) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λίστα επιθυμιώνnoun (list of desired items) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I can't afford to buy the book right now, so I've put it on my wishlist. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wishing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του wishing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.