Τι σημαίνει το tricked στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tricked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tricked στο Αγγλικά.
Η λέξη tricked στο Αγγλικά σημαίνει φάρσα, ξεγελώ, ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτ, παραπλανητικός, κόλπο, παγίδα, κόλπο, κόλπο, πελάτης, στολίζω, ντύνομαι καλά, κόλπο με τράπουλα, απάτη, κομπίνα, απάτη, κομπίνα, απάτη, μαγικό κόλπο, βρομοδουλειά, απατεωνιά, κάνω, χατ τρικ, χατ τρικ, κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλο, μαγικό κόλπο, κόλπο στο σκέιτ, ακροβατικό με σκέιτ, έθιμο του Χαλοουίν, φάρσα ή κέρασμα, ερώτηση παγίδα, φάρσα ή κέρασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tricked
φάρσαnoun (prank, joke) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The star was famous for playing tricks on his fellow actors. Ο ηθοποιός ήταν γνωστός για τις φάρσες που έκανε στους συμπρωταγωνιστές του. |
ξεγελώtransitive verb (deceive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I didn't want to buy the ticket -- I was tricked! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
ξεγελώ κπ και του παίρνω κτ, ξεγελάω κπ και του παίρνω κτtransitive verb (cheat out of: money, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The con man tricked the old lady out of her savings by pretending to work for a charity. |
παραπλανητικόςadjective (used or designed for tricks) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Is this a trick question? |
κόλποnoun (magic, performance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The kids were delighted by the magician's tricks. |
παγίδαnoun (swindle, deceit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All this for only fifty pounds?! What's the trick? |
κόλποnoun (knack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I can't seem to get the trick of how to cut a tomato. |
κόλποnoun (cards) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In the game of hearts, you usually want to win as few tricks as possible. |
πελάτηςnoun (slang (prostitute's customer) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The prostitute collected her money and sent the trick on his way. |
στολίζωphrasal verb, transitive, separable (US, informal (dress up, deck out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The street racer tricked out his car with a new paint job and florescent lighting. |
ντύνομαι καλάphrasal verb, intransitive (informal (put on special clothes) |
κόλπο με τράπουλαnoun (trick with playing cards) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He knows a lot of card tricks. |
απάτη, κομπίναnoun (informal (trick, swindle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred lost two hundred dollars in a con. Ο Φρεντ έχασε διακόσια δολάρια σε μια απάτη. |
απάτη, κομπίναnoun (informal (confidence trick, swindle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απάτηnoun (scam, fraudulent act) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαγικό κόλποnoun (making [sth] appear as if by magic) (εμφάνισης ή εξαφάνισης) |
βρομοδουλειά, απατεωνιάnoun (slang (act: unfair, dishonest) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's a con artist, so watch out for his dirty tricks. Είναι επαγγελματίας απατεώνας. Γι’ αυτό έχε το νου σου για τις παγαποντιές του. |
κάνωexpression (be sufficient for) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χατ τρικnoun (figurative (sport: scoring three goals) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He made it a hat trick by scoring his third goal just before the final whistle. |
χατ τρικnoun (figurative (three successes) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I just need one more to get a hat trick. |
κόλπο όπου μάγος τραβά κάτι μέσα από καπέλοnoun (magic: pulling [sth] from a hat) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The magician's hat trick drew wild applause from the audience. |
μαγικό κόλποnoun (conjuring trick, illusion) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The magic trick made the white rabbit seem to disappear. |
κόλπο στο σκέιτ, ακροβατικό με σκέιτnoun (skateboarding feat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έθιμο του Χαλοουίνnoun (Halloween tradition) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Trick or treat's the only thing I like about Hallowe'en. |
φάρσα ή κέρασμαinterjection (at Halloween) (σπάνιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The kids knocked on the door and shouted: "Trick or treat!" Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα και φώναξαν: «Φάρσα ή κέρασμα!» |
ερώτηση παγίδαnoun ([sth] asked to mislead or incriminate [sb]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φάρσα ή κέρασμαnoun (Halloween custom: going door to door) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Last year, I took my brother trick-or-treating. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tricked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tricked
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.