Τι σημαίνει το hurrying στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hurrying στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hurrying στο Αγγλικά.

Η λέξη hurrying στο Αγγλικά σημαίνει βιάζομαι, βιάζομαι, κάνω κάποιον να βιαστεί, επιταχύνω, βιασύνη, βιασύνη, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, κάνω να βιαστεί, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγορα, φεύγω βιαστικά, βιάζομαι, κάνω κπ να βιαστεί, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, κάνω βιαστικά, ξεπετάω, επισπεύδω, επιταχύνω, κινούμαι βιαστικά, βιάσου!, βιάζομαι, βιάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hurrying

βιάζομαι

intransitive verb (rush)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you hurry you might catch the next bus.
Αν βιαστείς, μπορεί να προλάβεις το επόμενο λεωφορείο.

βιάζομαι

verbal expression (make haste) (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He hurried to clean his apartment before his date arrived.
Βιάστηκε να καθαρίσει το διαμέρισμά του πριν φτάσει η κοπέλα με την οποία είχε ραντεβού.

κάνω κάποιον να βιαστεί

transitive verb (rush [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She tried to hurry the customer, as it was closing time.
Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος.

επιταχύνω

transitive verb (hasten [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can't hurry this task. You'll have to be patient.
Δεν μπορώ να επιταχύνω αυτή την εργασία. Θα πρέπει να είσαι υπομονετικός.

βιασύνη

noun (haste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are in a hurry to get home.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πάνω στη φούρια του, ξέχασε τον θερμοσίφωνα αναμμένο.

βιασύνη

noun (informal (urgency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's no hurry. You can take as long as you like.
Δεν υπάρχει βιασύνη. Μπορείς να πάρεις όσο χρόνο θέλεις.

βιάζομαι

phrasal verb, intransitive (rush, go quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hurry along now, you kids aren't supposed to be in here.

επισπεύδω, επιταχύνω

phrasal verb, transitive, separable (speed [sth] up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω να βιαστεί

phrasal verb, transitive, separable (make [sb] rush)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

phrasal verb, intransitive (quickly leave)

The robbers hurried away when they heard the alarm go off.
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό.

απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγορα

phrasal verb, transitive, separable (quickly make [sb/sth] leave)

The bride was hurried away so her fiance wouldn't see her in her wedding gown before the ceremony.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρα βιαστικά το σκονάκι από το θρανίο για να μην το δει η καθηγήτρια.

φεύγω βιαστικά

phrasal verb, intransitive (leave quickly)

The thieves hurried off before the police arrived.
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία.

βιάζομαι

phrasal verb, intransitive (go faster)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't hurry up, we're going to be late.
Αν δεν ξεκουνηθείς, θ' αργήσουμε.

κάνω κπ να βιαστεί

phrasal verb, transitive, separable (informal (rush [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You'd better hurry Mike up because otherwise we'll miss our flight.
Καλύτερα να κάνεις τον Μάικ να βιαστεί, αλλιώς θα χάσουμε την πτήση μας.

βιάζομαι

intransitive verb (make one's way speedily)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επισπεύδω, επιταχύνω

(urge [sb] to go faster)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mother hurried her children on so they wouldn't miss the train.

κάνω βιαστικά, ξεπετάω

(do hastily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hurried through the household chores, so I could watch the afternoon film on TV.

επισπεύδω, επιταχύνω

(cause to be done hastily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This legislation is a disaster because the Government hurried it through Parliament.

κινούμαι βιαστικά

(move hastily along or past)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I turned up the collar of my raincoat and hurried through the rain-swept streets.

βιάσου!

interjection (go faster)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hurry up! I haven't got all day!
Κουνήσου! Δεν έχω όλη τη μέρα μπροστά μου!

βιάζομαι

adjective (rushing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was getting dark, and I was in a hurry to get home.
Σκοτείνιαζε και βιαζόμουν να φτάσω σπίτι.

βιάζομαι

adjective (pressed for time)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The publisher was in a hurry to get the book ready in time for the pre-Christmas period.
Ο εκδότης βιάζονταν να ετοιμάσει εγκαίρως το βιβλίο για την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hurrying στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.