Τι σημαίνει το houses στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης houses στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του houses στο Αγγλικά.
Η λέξη houses στο Αγγλικά σημαίνει σπίτι, σπίτι, αποθηκεύω, φυλάω, φωλιά, στεγάζω κπ/κτ σε κτ, -, αίθουσα, Οίκος, νομοθετικό σώμα, οίκος, σχολή, εστία, μάνα, κοινό, μονή, οίκος, κτίριο, ομάδα, στεγάζω, στεγάζω, ασφαλίζω, κινηματογράφος τέχνης, ανεξάρτητος, εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματος, εξοχικό, στενή, οικοτροφείο, κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια, χώρος στάθμευσης για άμαξες, αίθουσα συνάθροισης που προσαρτάται σε εκκλησία, αίθουσα αδελφότητας, oστεοφυλάκιο, καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι, ανασχηματίζω, αναδιανέμω καθήκοντα, καθαρό σπίτι, γραφείο συμψηφισμού, γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών, μέρος όπου έκαναν στάση οι άμαξες, καφενείο, κουβεντιάζω, εργατική κατοικία, έπαυλη, σπίτι, όπου γίνεται εμπόριο ναρκωτικών, ινδικό εστιατόριο, τελωνείο, κέντρο διασκέδασης, μονοκατοικία, σκυλόσπιτο, κουκλόσπιτο, ξενώνας, το σπίτι των ονείρων μου, κατοικία, οίκος μόδας, αποδυτήρια, αθλητική εγκατάσταση, σπίτι με ξύλινο σκελετό, αδελφότητα, φουαγιέ, της εξυπηρέτησης πελατών, πρόσοψη κτιρίου, μπροστινό δωμάτιο, φουλ, λούνα-παρκ, επιπλωμένο σπίτι, σπιτάκι από μελόψωμο, grindhouse, σχετικός με ταινία grindhouse, θέατρο με παραστάσεις μπουρλέσκ, ξενώνας, κέντρο επανένταξης, φτηνό εστιατόριο, μαγειρείο, στοιχειωμένο σπίτι, στοιχειωμένο σπίτι, έδρα, δομή στην κορυφή φρεατίου ορυχείου, κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός, δομή συντονισμού θερμοκηπίων, κοτέτσι, κατ΄ οίκον περιορισμός, κατ' οίκον επίσκεψη, κατοικίδια γάτα, καθαριστής, οικονόμος, κατοικίδιος σκύλος, φιλοξενούμενος, αναζήτηση κατοικίας, φώτα οικίας, φώτα πλατείας θεάτρου, λευκοχελίδονο, μετακόμιση, μετακόμιση, μετακομίσεων, house μουσική, μουσική house, χάρτινος πύργος, λεπτή κατάσταση, Βουλή των Κοινοτήτων, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οίκος ανοχής, Βουλή των Λόρδων, εκκλησία, τόπος λατρείας, Βουλή των Αντιπροσώπων, Βουλή των Αντιπροσώπων, εκκλησία, νεοειδικευθείς γιατρός, ελαιοχρωματιστής, πάρτυ, πάρτι, κατοικίδιο, φυτό εσωτερικού χώρου, άτομο που προσέχει το σπίτι όταν λείπουν οι ιδιοκτήτες, χύμα κρασί, ηλεκτρική εγκατάσταση, αναζήτηση σπιτιού, πόρτα-πόρτα, πόρτα-πόρτα, εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη του, εκπαιδευμένος για θέματα τουαλέτας, φόρεμα σπιτιού, μύγα, άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό., καμαρώνω για το σπίτι μου, προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει, το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης houses
σπίτιnoun (residence building) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Their new house has three bathrooms. Το καινούριο τους σπίτι έχει τρία μπάνια. |
σπίτιnoun (household) (μτφ: ένοικοι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The whole house was in mourning for Mr. Saunders. Ολόκληρη η οικογένεια θρηνούσε για τον κύριο Σόντερς. |
αποθηκεύω, φυλάωtransitive verb (provide a storage place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This cabinet houses all our stationery. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η αποθήκη στεγάζει όλα τα παλιά μας έπιπλα. |
φωλιάnoun (shelter) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Some animals build their houses out of straw. Κάποια ζώα φτιάχνουν τις φωλιές τους από άχυρο. |
στεγάζω κπ/κτ σε κτ(keep in a dwelling) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The university houses its students in very old buildings. Το πανεπιστήμιο φιλοξενεί τους φοιτητές του σε πολύ παλιά κτίρια. |
-noun (building) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) There's a florist between the coffee house and the schoolhouse. The legislature meets in the State House. Υπάρχει ένα ανθοπωλείο ανάμεσα στην καφετέρια και το σχολείο. |
αίθουσαnoun (hall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The British Parliament meets in the House of Commons. |
Οίκοςnoun (family) (επίσημο) The House of Tudor ruled from 1485 to 1603. |
νομοθετικό σώμαnoun (legislative body) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Most parliaments have an upper and a lower house. |
οίκοςnoun (business firm) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He works for a publishing house. |
σχολήnoun (university college) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The university is divided into several houses. |
εστίαnoun (members of a college) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The two houses will be competing in the rowing regatta. |
μάναnoun (gambling: casino) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It never pays to gamble because the house always wins. |
κοινόnoun (audience) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The producer was pleased to see there was a good house on the play's opening night. |
μονήnoun (convent or abbey) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There used to be lots of religious houses in this area. |
οίκοςnoun (church, mosque, synagogue) (επίσημο, μτφ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Speak quietly when you enter God's house. |
κτίριοnoun (UK (residential division in boarding school) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The school had 6 houses. |
ομάδαnoun (UK (team in British school) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'm in Newton house at school; our colour is red. |
στεγάζωtransitive verb (provide housing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The hall will house two hundred people. |
στεγάζωtransitive verb (provide a workplace) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This building houses the workshop. |
ασφαλίζωtransitive verb (secure sthg) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The machine can be housed in its case for transit. |
κινηματογράφος τέχνηςnoun (venue showing art films) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανεξάρτητοςnoun as adjective (film: independent, creative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εγκαταστάσεις ξεδιαλέγματοςnoun (part of a glass factory) (υαλουργία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξοχικόnoun (seaside chalet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She invited me to spend a week at her beach house. |
στενή(slang (prison) (αργκό, μεταφορικά) |
οικοτροφείοnoun (guesthouse: offers lodging) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Some friends and I are staying in a boarding house this summer. |
κάνω το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλιαverbal expression (make audience laugh or cheer) (ανάλογα την περίπτωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χώρος στάθμευσης για άμαξεςnoun (historical (rest stop for coaches) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The carriage house is located near the stables. |
αίθουσα συνάθροισης που προσαρτάται σε εκκλησίαnoun (building attached to church, etc.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αίθουσα αδελφότηταςnoun (building used by club chapter) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
oστεοφυλάκιο(vault for corpses) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι(do housework) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Now that spring has come, it's time to clean house. Τώρα που ήρθε η άνοιξη, είναι καιρός να συγυρίσουμε το σπίτι. |
ανασχηματίζω, αναδιανέμω καθήκοντα(figurative (office: change personnel) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When staffing his office, the first thing a new president does is clean house. |
καθαρό σπίτιnoun (home: free of dirt) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Trevor tried to cheer me up by saying that women with clean houses are boring. |
γραφείο συμψηφισμούnoun (agency: settles transactions) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γραφείο ανταλλαγής πληροφοριώνnoun (academic: handles information) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A scholarship clearinghouse is a source of information from a wide range of institutions. |
μέρος όπου έκαναν στάση οι άμαξεςnoun (historical (rest stop for carriages) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καφενείοnoun (establishment where coffee is served) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Golden Horn was a 60's coffeehouse where you could find coffee, folk songs and poetry but no alcohol . |
κουβεντιάζωintransitive verb (dated, slang (indulge in chitchat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εργατική κατοικίαnoun (UK (home: subsidized) |
έπαυληnoun (mansion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπίτι, όπου γίνεται εμπόριο ναρκωτικώνnoun (place where crack cocaine is sold) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ινδικό εστιατόριοnoun (Indian or Asian restaurant) |
τελωνείοnoun (duty office at a port) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κέντρο διασκέδασηςnoun (US (venue where dances are held) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μονοκατοικίαnoun (house with no shared wall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My elderly in-laws live in a detached house in Staines. |
σκυλόσπιτοnoun (kennel for a dog) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gwen built a doghouse for her new puppy to sleep in. |
κουκλόσπιτοnoun (miniature house for dolls) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Edgar built an elaborate dollhouse for his granddaughter. |
ξενώναςnoun (UK, dated, slang (cheap guesthouse) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
το σπίτι των ονείρων μουnoun (ideal house for [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My dream house would be a villa with a swimming pool. |
κατοικίαnoun (residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οίκος μόδαςnoun (company: designer clothes) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Frank worked as a designer for a fashion house. |
αποδυτήριαnoun (athletics: for storage, dressing) |
αθλητική εγκατάστασηnoun (used for indoor sports) |
σπίτι με ξύλινο σκελετόnoun (house with a timber frame) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Frame houses are common in the USA, where timber is cheap and plentiful. |
αδελφότηταnoun (US (male college students' residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fraternity houses are a uniquely American phenomenon, I believe. |
φουαγιέnoun (part of theater) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
της εξυπηρέτησης πελατώνnoun as adjective (dealing with customers and public) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόσοψη κτιρίουnoun (façade of house) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The front of the house mimicked a Neo-Gothic facade. |
μπροστινό δωμάτιοnoun (rooms towards front of a house) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Whenever I come in the back door my dog runs from the front of the house to greet me. |
φουλnoun (poker: 3 of a kind and a pair) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
λούνα-παρκnoun (amusement park attraction) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επιπλωμένο σπίτιnoun (rental property with furniture) I'm going to be there for three months so it will be worth it to rent a furnished house. |
σπιτάκι από μελόψωμοnoun (edible confectionery structure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
grindhousenoun (mainly US (cinema genre) (κινηματογραφικό είδος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχετικός με ταινία grindhousenoun as adjective (mainly US (relating to grindhouse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέατρο με παραστάσεις μπουρλέσκnoun (mainly US, dated (burlesque theater) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξενώναςnoun (outbuilding for guests) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Grandma and Grandpa will stay in the guesthouse when they visit. |
κέντρο επανένταξηςnoun (informal (residence for ex-prisoners, etc.) (για πρώην έγκλειστους) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φτηνό εστιατόριο, μαγειρείοnoun (US, slang (cheap restaurant) (ΗΠΑ,αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I ate dinner in a hash house near the station. |
στοιχειωμένο σπίτιnoun (house occupied by a ghost) Strange noises came from the haunted house late at night. Αργά χτες τη νύχτα, ακούγονταν παράξενοι θόρυβοι απ' το στοιχειωμένο σπίτι. |
στοιχειωμένο σπίτιnoun (fairground attraction) The two girls came out of the haunted house shrieking and giggling. Τα δυο κορίτσια βγήκαν έξω απ' το στοιχειωμένο σπίτι τσιρίζοντας και χαχανίζοντας. |
έδραnoun (headquarters of an organization) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δομή στην κορυφή φρεατίου ορυχείουnoun (mining: at the top of a mine shaft) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κυρίως σιδηροδρομικός σταθμόςnoun (part of train station) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δομή συντονισμού θερμοκηπίωνnoun (annex of a greenhouse) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοτέτσιnoun (shelter for chickens) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατ΄ οίκον περιορισμόςnoun (imprisonment in one's home) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The Burmese political dissident was under house arrest for many years. |
κατ' οίκον επίσκεψη(professional visit) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατοικίδια γάταnoun (domestic feline, pet cat) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A lion is a wild cat, not a house cat. |
καθαριστής, οικονόμοςnoun ([sb] employed to do domestic cleaning) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατοικίδιος σκύλοςnoun (domestic canine, pet dog) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) One of the best house dogs, in the opinion of some people, is the poodle. |
φιλοξενούμενοςnoun ([sb] staying at one's home) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αναζήτηση κατοικίαςnoun (search for accommodation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φώτα οικίαςplural noun (lights of a residential building) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I always leave some house lights on when I go on holiday. |
φώτα πλατείας θεάτρουplural noun (theatre: lights over seating area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The house lights were dimmed as the performance started. |
λευκοχελίδονοnoun (animal: small bird) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετακόμισηnoun (change of residence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Juan is helping me with my house move by carrying some furniture in his truck. |
μετακόμισηnoun (changing homes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) House moving requires a lot of organization. |
μετακομίσεωνnoun as adjective (changing homes) (σε γενική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Daniel works for a house moving company. |
house μουσική, μουσική house(music genre) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χάρτινος πύργοςnoun (structure made of playing cards) |
λεπτή κατάστασηnoun (figurative (fragile structure) |
Βουλή των Κοινοτήτωνnoun (UK (part of Parliament) (Ηνωμένο Βασίλειο) The MP for North Durham led the debate in the House of Commons. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (US (government lawmaking group) The house of delegates is the policy making body of the American Bar Association. |
οίκος ανοχήςnoun (euphemism (brothel, prostitutes' workplace) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Dolly was the madam in the classiest house of ill repute in the county. |
Βουλή των Λόρδωνnoun (UK (Parliamentary chamber of peers) (Ηνωμένο Βασίλειο) The Labour party plans to replace the House of Lords with an elected senate. |
εκκλησία, τόπος λατρείαςnoun (church, place of worship) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The house of prayer was the name the missionaries gave their little church. |
Βουλή των Αντιπροσώπωνnoun (US (lower chamber of Congress) |
Βουλή των Αντιπροσώπωνnoun (lower chamber of state legislature) |
εκκλησίαnoun (church) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You cannot go into a house of worship dressed like that. |
νεοειδικευθείς γιατρόςnoun (UK (houseman: junior doctor on staff) |
ελαιοχρωματιστής(profession) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάρτυ, πάρτιnoun (social gathering at [sb]'s house) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) We went to a house party yesterday. I couldn't sleep last night because our neighbors had a very loud house party. |
κατοικίδιοnoun (domestic animal kept indoors) John keeps a wallaby as a house pet, but dogs and cats are more the norm! |
φυτό εσωτερικού χώρουnoun (plant grown indoors) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άτομο που προσέχει το σπίτι όταν λείπουν οι ιδιοκτήτεςnoun (minds [sb]'s home) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χύμα κρασίnoun (inexpensive wine sold by restaurant) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The house wine is an inexpensive option if you are not sure what to choose. |
ηλεκτρική εγκατάστασηnoun (connecting electricity in the home) The old house wiring did not have enough current for the new electric stove. |
αναζήτηση σπιτιούintransitive verb (search for house to buy) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πόρτα-πόρταadjective (at or to every home) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πόρτα-πόρταadverb (from one home to another) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The police are making enquiries house-to-house. |
εκπαιδεύω κατοικίδιο για το πώς να κάνει την ανάγκη τουtransitive verb (UK (toilet-train pet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαιδευμένος για θέματα τουαλέταςadjective (UK (pet: toilet trained) (για κατοικίδιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φόρεμα σπιτιούnoun (chiefly US (dress for housework) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μύγαnoun (common flying insect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό.noun (married man who is a homemaker) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καμαρώνω για το σπίτι μουadjective (attentive to appearance and upkeep of one's home) |
προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπειtransitive verb (mind [sb]'s home in their absence) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να προσέχω το σπίτι κπ ενόσω λείπειnoun (minding [sb]'s home in their absence) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του houses στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του houses
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.