Τι σημαίνει το due to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης due to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του due to στο Αγγλικά.

Η λέξη due to στο Αγγλικά σημαίνει πληρωτέος, προγραμματισμένος, πρέπει να κάνω κτ, πρόκειται να κάνω κτ, αναμένομαι, εξαιτίας, λόγω, οφείλομαι, κπ μου χρωστάει κτ, χρειάζομαι, δέων, αναμένεται να γεννηθεί, περιμένω να γεννήσω, ακριβώς, συνδρομή, οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, οφειλόμενο υπόλοιπο, προθεσμία πληρωμής, ημερομηνία τοκετού, επισταµένη έρευνα, αξίζω, που πρέπει να πληρωθεί, προς το βορρά, βόρεια, αναμένεται να κυκλοφορήσει, συνήθης διαδικασία, νόμιμη οδός, είναι πληρωτέο, παίρνω αυτό που μου αξίζει, όταν έρθει η ώρα, εν ευθέτω χρόνω, ορθά,σωστά, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, ληξιπρόθεσμος, ληξιπρόθεσμο χρέος, ληξιπρόθεσμος λογαριασμός, οφειλόμενο ποσό, με όλον τον σεβασμό, με όλο τον σεβασμό σε κπ/κτ, με όλον τον σεβασμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης due to

πληρωτέος

adjective (needs to be paid, submitted, etc.) (πρέπει να πληρωθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This electric bill is due by the end of the month. Your dissertation is due by December 9.
Η διδακτορική διατριβή σου είναι παραδοτέα στις 9 Δεκεμβρίου.

προγραμματισμένος

adjective (scheduled to happen)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The gas safety check is due next Monday.
Ο έλεγχος ασφαλείας για το αέριο είναι προγραμματισμένος (or: έχει προγραμματιστεί) για την ερχόμενη Δευτέρα.

πρέπει να κάνω κτ

adjective (scheduled to undergo [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car is due to get its oil changed.
Το αμάξι θέλει αλλαγή λαδιών.

πρόκειται να κάνω κτ

(expected, supposed to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The minister is due to meet with his French counterpart this afternoon to discuss the current economic crisis.
Ο υπουργός πρόκειται να συναντήσει τον Γάλλο ομόλογό του το απόγευμα για να συζητήσει την τρέχουσα οικονομική κρίση.

αναμένομαι

adjective (expected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was due home by six o'clock that evening.
Προβλεπόταν να επιστρέψει στο σπίτι μέχρι τις έξι η ώρα εκείνο το βράδυ.

εξαιτίας, λόγω

preposition (caused by, because of)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
The game was delayed due to bad weather.
Το παιχνίδι καθυστέρησε εξαιτίας του άσχημου καιρού.

οφείλομαι

(owing to, because of [sth]) (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His success is due to his careful attention to detail.
Η επιτυχία του οφείλεται στην προσοχή που δίνει στη λεπτομέρεια.

κπ μου χρωστάει κτ

adjective (owed [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jack's due £300 rent from the lodger.
Ο νοικάρης χρωστάει 300 δολάρια στον Τζακ.

χρειάζομαι

(in need of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm due for a vacation!
Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές!

δέων

adjective (appropriate) (που αρμόζει, κατάλληλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please give due attention to the rules and guidelines.
Παρακαλώ δώσε τη δέουσα (or: πρέπουσα) προσοχή στους κανόνες και τις οδηγίες.

αναμένεται να γεννηθεί

adjective (expected to be born) (το μωρό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby is due at the end of this month.
Το μωρό αναμένεται να γεννηθεί στο τέλος του μήνα.

περιμένω να γεννήσω

adjective (informal (expected to give birth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is due at the end of July.
Περιμένει να γεννήσει στα τέλη Ιουλίου.

ακριβώς

adverb (exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The farm is due south of here.
Το αγρόκτημα είναι ακριβώς νότια από εδώ.

συνδρομή

plural noun (subscription fee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His monthly dues to the club are more than $200.
Η μηνιαία συνδρομή του στον όμιλο είναι πάνω από 200 δολάρια.

οφειλόμενο υπόλοιπο, οφειλόμενο ποσό, ποσό προς πληρωμή

noun (sum of money owed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The amount due is $45.

για να λέμε και του στραβού το δίκιο

expression (expressing reluctant praise) (καθομιλουμένη)

She wasn't the nicest boss, but credit where it's due, she did increase profits.

οφειλόμενο υπόλοιπο

noun (amount owed)

προθεσμία πληρωμής

noun (deadline for payment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The due date for the electric bill is 25th March.
Η προθεσμία πληρωμής του ηλεκτρικού είναι στις 25 Μαρτίου.

ημερομηνία τοκετού

noun (expected date of birth) (για έγκυες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Your due date is 24 weeks from today.
Η ημερομηνία τοκετού σου προσδιορίζεται σε 24 εβδομάδες από σήμερα.

επισταµένη έρευνα

noun (type of investment audit)

Due diligence is an audit of a planned financial investment.

αξίζω

(deserving or expecting) (μόνο για αξία, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim really is due for a raise soon.

που πρέπει να πληρωθεί

expression (to be paid now)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your insurance premium for this month is now due for payment.
Η ασφάλειά σου για αυτόν τον μήνα πρέπει να πληρωθεί άμεσα.

προς το βορρά

adverb (towards the north)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Get on the highway and head due north.
Βγες στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνσου προς το βορρά.

βόρεια

noun (compass point: north)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A compass needle doesn't point to due north: it points to magnetic north.

αναμένεται να κυκλοφορήσει

adjective (scheduled for release)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new edition of the magazine is due out next week.

συνήθης διαδικασία

noun (standard procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόμιμη οδός

noun (established course of legal proceedings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If arrested, you have the right to due process.

είναι πληρωτέο

verbal expression (payment, etc.: become due) (χρηματικό ποσό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω αυτό που μου αξίζει

verbal expression (get [sth] you are entitled to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fiona finally got her due when they raised her salary.

όταν έρθει η ώρα

adverb (in normal run of events)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You'll receive your promotion in due course: first you have to prove yourself.
Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου.

εν ευθέτω χρόνω

adverb (after expected time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The effects of the drug will wear off in due course.
Η επίδραση του φαρμάκου θα μειωθεί εν ευθέτω χρόνο.

ορθά,σωστά

adverb (correctly, properly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

adverb (eventually)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In due time, we will put all this behind us.

ληξιπρόθεσμος

adjective (payment: overdue, late)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Services will be reconnected when the past-due payment has been paid.

ληξιπρόθεσμο χρέος

noun (unpaid debt) (οικονομικά)

The past-due account will be reported to all national credit bureaus.

ληξιπρόθεσμος λογαριασμός

noun (notice of late payment)

There was a mountain of past-due bills on the desk.

οφειλόμενο ποσό

noun (amount owed)

με όλον τον σεβασμό

adverb (despite my regard for you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With all due respect, I couldn't disagree more.

με όλο τον σεβασμό σε κπ/κτ

expression (used before disagreeing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με όλον τον σεβασμό

adverb (with deserved esteem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With due respect I have a different opinion.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του due to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του due to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.