Τι σημαίνει το amontona στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amontona στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amontona στο ισπανικά.

Η λέξη amontona στο ισπανικά σημαίνει στοιβάζω, στοιβάζω κτ σε κτ, δεν είμαι με το μέρος κάποιου, γεμίζω, στοιβάζω, στοιβάζω, μαζεύω με την τσουγκράνα, συγκεντρώνω, σωριάζω, στοιβάζω, στοιβάζω, συγκεντρώνω, στοιβάζω, στοιβάζω, μαζεύομαι, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), συσσωρεύω, στοιβιάζω, βάζω μαζί, μαζεύω, βάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amontona

στοιβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mientras su mujer estaba fuera, Sam dejó que los platos se amontonasen en el fregadero.
Όσο έλειπε η γυναίκα του, ο Σαμ άφησε τα πιάτα να στοιβαχτούν στο νεροχύτη.

στοιβάζω κτ σε κτ

Alison amontonó los libros en la mesa.
Η Άλισον στοίβασε τα βιβλία πάνω στο τραπέζι.

δεν είμαι με το μέρος κάποιου

verbo transitivo (οι πιθανότητες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comprendió con tristeza que sus posibilidades de fracasar se iban amontonando.

γεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El empleado del supermercado estaba apilando cosas en los estantes cuando Simon le preguntó dónde estaban los chocolates.
Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ γέμιζε τα ράφια, όταν ο Σάιμον τον ρώτησε σε ποιον διάδρομο ήταν οι σοκολάτες.

στοιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve apiló la comida en el plato.
Ο Στην έκανε ένα βουναλάκι από φαγητό στο πιάτο του.

στοιβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στοίβαξα όλα τα βιβλία στο τραπέζι μου.

μαζεύω με την τσουγκράνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harriet está amontonando las hojas.
Η Χάριετ μαζεύει τα φύλλα σε μια στοίβα με την τσουγκράνα.

συγκεντρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σωριάζω

verbo transitivo (agricultura) (δημιουργώ ανάχωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al plantar los plantines deberías amontonar tierra alrededor de las raíces.

στοιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajador amontonó la nieve en un montón.

στοιβάζω, συγκεντρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viento amontonó la nieve en montículos.

στοιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ρόμπερτ στοίβαξε κι άλλο κάρβουνο στη φωτιά.

μαζεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las hojas en el estanque se están agrupando.

βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα.

συσσωρεύω, στοιβιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amontonó los platos sucios al lado de la fuente antes de lavarlos.

βάζω μαζί

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amontonaron a todos los que pudieron en el bote salvavidas.

μαζεύω, βάζω

(κτ μαζί με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pequeño amontonó las cuentas rojas con las amarillas.
Το νήπιο μάζεψε τις κόκκινες χάντρες μαζί με τις κίτρινες.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amontona στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.